Αντίο τσιγάρο…!

Το blog του Γιώργου Γούσια

Αντίο τσιγάρο…!

Χριστόφορος Κολόμβος

-Κολόμπε, Κολόμπε! αναφωνούσε ο μπάρμπα Τάκης, όταν ντουμάνιαζε από τους καπνούς το κεντρικό καφενείο του χωριού που διατηρούσε επί πολλές δεκαετίες.
-Κολόμπε, Κολόμπε! φώναζε νευριασμένος, όταν έβλεπε στο πάτωμα πεταμένα αποτσίγαρα και στάχτες επάνω στις βαριές, από μωσαϊκό, επιφάνειες των τραπεζιών.
-Κολόμπε, Κολόμπε! σιγομουρμούριζε φουρκισμένος, όταν έβλεπε κάποιον να καπνίζει ασταμάτητα και, κουβαρνταλίδικα, να κερνά τσιγάρα, ενώ το δεφτέρι με τα βερεσέδια προς τον ίδιο δεν είχε πια άλλες σελίδες…

Υπαίτιος για το θυμό του μπάρμπα Τάκη ήταν ο Χριστόφορος Κολόμβος. Αυτός έφερε στην Ευρώπη τον καπνό και τη συνήθεια του καπνίσματος. «Μου προσφέρθηκαν», σημείωσε στο ημερολόγιό του στα 1492 ο τολμηρός θαλασσοπόρος, «μερικά αποξηραμένα φύλλα» που ανέδιδαν «ένα χαρακτηριστικό ιδιάζον άρωμα». Ο Rodrigo de Jerez, που ταξίδευε μαζί του, θα παρατηρήσει λίγο αργότερα τη διαδικασία του καπνίσματος και θα τη μεταφέρει στην Ισπανία. Η εντύπωση που προκάλεσε εκπνέοντας καπνό από το στόμα ήταν τέτοια, που τον φυλάκισαν ως δαιμονισμένο. Όταν, κάμποσα χρόνια μετά, αποφυλακίστηκε, το κάπνισμα ήταν μια δημοφιλής συνήθεια σε όλη την Ευρώπη.
Δημοφιλής συνήθεια έγινε το κάπνισμα και στη χώρα μας και πάρα πολύ μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούνταν με καπνό, ο οποίος αποτέλεσε έναν πολύ ισχυρό παράγοντα για την οικονομία μας. Τα ελληνικά καπνά ήταν εξαιρετικής ποιότητας και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προορίζονταν για εξαγωγές. Χιλιάδες αγρότες  και εργάτες απασχολούνταν με δραστηριότητες που είχαν σχέση με τον καπνό. Οι καπνεργάτες εξ άλλου ήταν κυρίαρχη δύναμη του Ελληνικού εργατικού δυναμικού κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και αποτελούσαν τον πολυπληθέστερο και πλέον συμπαγή κλάδο της εργατικής τάξης με ισχυρή παρουσία στις πόλεις Θεσσαλονίκη,  Καβάλα και Βόλο.


Η καλλιέργεια όμως του καπνού δεν ήταν ελεύθερη και  το κράτος όριζε σε ποιες περιοχές επιτρεπόταν και οι καλλιεργητές έπρεπε να εφοδιάζονται με άδεια από την τοπική εφορία καπνού. Αναλόγως της παραγωγής του, ο καθένας είχε δικαίωμα να καταναλώνει ένα μέρος από το παραγόμενο προϊόν του αποκλειστικά για προσωπική χρήση και απαγορευόταν αυστηρά η διάθεσή του, πώληση ή δωρεά, σε τρίτους. Η παράβαση αυτής της απαγόρευσης συνιστούσε αυτό που επεκράτησε να λέγεται «λαθραίο». Ο κάθε παραγωγός εφοδιαζόταν από την αρμόδια αρχή και με έναν αριθμό τσιγαρόχαρτων, τα οποία δεν υπήρχαν στο ελεύθερο εμπόριο και βέβαια δεν μπορούσε να τα προμηθευτεί ή να τα χρησιμοποιήσει κανείς τρίτος. Παρότι αρκετές περιοχές του νομού μας ήταν καπνοπαραγωγικές, στο χωριό μας δεν καλλιεργήθηκε ποτέ καπνός. Τι κάπνιζαν λοιπόν οι άνδρες του χωριού;
Τσιγάρα χύμα αλλά και λαθραίο καπνό, απαντά ο Χρήστος Λαμπρίδης.

Μπρος στο περίπτερο ο Χρήστος Λαμπρίδης με τον γιο του Νίκο (μέσα δεκαετίας ’50)

Ο Χρήστος Λαμπρίδης* είναι ο παλαίμαχος καπνοπώλης του χωριού. Ως τραυματίας του ελληνοϊταλικού πολέμου δικαιούνταν άδειας πώλησης προϊόντων καπνού και ίδρυσης περιπτέρου και έτσι το 1951 η Δρακότρυπα απόχτησε περίπτερο, ένα ξύλινο περίπτερο που το κατασκεύασαν οι μαραγκοί Θέος και Φώτης Γούσιας, δεινοί καπνιστές και οι δύο. Σήμερα μπορεί να μας φαίνεται απολύτως φυσιολογικό αυτό, αλλά 60 χρόνια πριν, τη στιγμή που σε κωμοπόλεις σαν το Μουζάκι δεν έβλεπες περίπτερο και στους δρόμους των επαρχιακών πόλεων ήταν περιορισμένα, για ένα μικρό και ορεινό χωριό σαν το δικό μας, ήταν ένα σημαντικό γεγονός.

Και ήταν σημαντικό γεγονός κυρίως από άποψη κοινωνική. Στα χωριά μας δεν υπήρχαν αμιγή παντοπωλεία, αλλά ήταν ένας συνδυασμός μπακάλικου και καφενείου, στα οποία όλες σχεδόν τις ώρες της ημέρας υπήρχαν θαμώνες. Ήταν λοιπόν δύσκολο για μια γυναίκα να διασχίσει το χώρο του καφενείου κάτω από τα βλέμματα των ανδρών και να κατευθυνθεί στον «μπεζαχτά» του μαγαζιού για να ψωνίσει κάτι. Το περίπτερο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν μόνο καπνοπωλείο αλλά και ένα πολύ καλό ψιλικατζίδικο, έδωσε στη γυναίκα αυτή τη δυνατότητα, να πάει μόνη της να αγοράσει από σπίρτα έως «καλλυντικά», είδη ατομικής υγιεινής (λίγο βαμβάκι δηλαδή) και εσώρουχα, χωρίς (πολλές) ενοχές και ντροπές. Βάζω τη λέξη καλλυντικά σε εισαγωγικά, γιατί τα μόνα είδη που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποχτήσουν οι γυναίκες, ήταν κάποια κολώνια, η κρέμα Nivea –που πολλές την πρόφεραν Νινέα!- και σπανιότερα η κρέμα Tokalon. Σε συνδυασμό ιδιαίτερα με το νεοϊδρυθέν λίγο αργότερα ζαχαροπλαστείο του Κώστα Μαλάμου, οι γυναίκες του χωριού βγήκαν από την απομόνωση.

-Όταν άνοιξα το περίπτερο, αφηγείται ο Χρήστος Λαμπρίδης, μόλις είχαμε βγει από μια σκληρή δεκαετία πολέμων και δυστυχίας. Η φτώχεια και η ανέχεια μάστιζε όλον τον κόσμο. Δεν υπήρχαν δουλειές και τα μεροκάματα ήταν φτηνά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ερχόταν παιδιά και γυναίκες να αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα ή ένα κομματάκι πανί «μετρητοίς» (ειδικό ύφασμα για κέντημα)  και μουλινέδες (οι περίφημες κλωστές DMC) και αντί για χρήματα μου φέρνανε αυγά!

Εφημ. Μακεδονία 16/3/1947
Εφημ. Μακεδονία 16/3/1947

-Οι καπνιστές αγόραζαν κυρίως τσιγάρα χύμα, γιατί ήταν και πιο φθηνά αλλά και γιατί μπορούσαν να αγοράσουν λιγότερα και να μη δώσουν τόσα χρήματα που είχε ένα πακέτο τσιγάρα. Οι κούτες περιείχαν 80 τσιγάρα αλλά η τιμή τους αντιστοιχούσε σε 88, γιατί από το 1947 επιβλήθηκε αναγκαστική εισφορά «υπέρ του στρατού» δύο τσιγάρων ανά 20 τεμάχια. Έτσι από το περιεχόμενο των 88 τσιγάρων εύκολα αφαιρέθηκαν τα 8 και η τιμή παρέμεινε η ίδια, ενώ τα πακέτα των 20  αυξήθηκαν κατά την αναλογία των 2 τσιγάρων.
-Όμως δεν είχαν πάντοτε χρήματα για να αγοράσουν όχι πακέτο αλλά ούτε αυτά τα χύμα τσιγάρα (55 δραχμές το τσιγάρο και για να γίνει κατανοητή η αξία της δραχμής της εποχής εκείνης, υπενθυμίζεται ότι γίνεται λόγος για ένα νόμισμα από το οποίο το 1953 κόπηκαν 3 μηδενικά, δηλαδή το χιλιάρικο έγινε μία δραχμή!).

-Αναγκαζόμουνα να πουλάω βερεσέ και μάλιστα την περίοδο πριν το καλοκαίρι που ο καιρός δεν επέτρεπε ακόμα την έναρξη οικοδομικών εργασιών, ώστε να φύγουν οι μαστόροι για τα χωριά του κάμπου, το πρόβλημα των βερεσέδων γινόταν έντονο. Και βέβαια ήταν πολύ συνηθισμένη η χρήση λαθραίου καπνού.

Από τότε που φορολογήθηκε ο καπνός μέχρι και τη δεκαετία του ’50 πολλοί κάπνιζαν λαθραίο καπνό. Ριψοκινδυνεύοντας και οι ίδιοι αλλά και εκείνοι που τους τον προμηθεύανε, όταν επέστρεφαν από τις δουλειές τους σε γειτονικές περιοχές, έβρισκαν τον τρόπο να μεταφέρουν κάμποσα φύλλα καπνού και λίγα τσιγαρόχαρτα. Δεν ήταν λίγες βέβαια οι φορές που πήγαιναν επί τούτου σε κοντινά καπνοπαραγωγικά χωριά ή στο Μουζάκι όπου συναντούσαν καπνοκαλλιεργητές και αγόραζαν καπνό. Τον ψιλοέκοβαν οι ίδιοι χρησιμοποιώντας ως σανίδα τα ξύλινα καθίσματα (σκαμνιά), αλλά συνήθως τα τσιγαρόχαρτα δεν επαρκούσαν. Τότε χρησιμοποιούσαν χαρτί εφημερίδας ή  τα εσωτερικά φύλλα της ρόκας του καλαμποκιού, τα οποία μάλιστα τα έβραζαν πρώτα για να γίνουν πιο μαλακά.

Καπνιστές συνομήλικοι του πατέρα μου (σκυμμένος, όταν είχε πλούσια μαλλιά!)

Όμως η χρήση λαθραίου καπνού διωκόταν απηνώς. Οι αστυνομικοί καταδίωκαν με ιδιαίτερο ζήλο τους μη νόμιμους καπνιστές και ήταν πολύ συχνές οι επισκέψεις τους στα χωριά και οι ειδικές έρευνές τους. Κάποιος μάλιστα αστυνομικός που είχε αφήσει όνομα στην περιοχή, δεν δίσταζε να ενοχοποιεί και αθώους πολίτες, φροντίζοντας να βρεθούν στις τσέπες τους ή σε προσωπικά τους αντικείμενα υπολείμματα καπνού, και αυτό βεβαίως όχι τόσο για να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους, αλλά για να εισπράττει την ειδική αμοιβή που προβλέπονταν γι αυτές τις περιπτώσεις.

Το κυνηγητό του λαθραίου καπνού ήταν στην ημερήσια διάταξη της αστυνομίας. Με ιδιαίτερη οργή ένας αγρότης από τη Λέσβο γράφει στον Ριζοσπάστη της 30/10/1932: «Στις 23 του μηνός ήρθαν οι τζανταρμάδες του Βενιζέλου κι έκαναν έρευνα για λαθραίο καπνό. Βρήκαν τέτοιο στους φτωχούς Σ.Κολοκύθα και Μ.Παράσχο και τους εμήνυσαν. Τώρα δε θα φτάσει στον καθένα ούτε απ’ ένα 500άρικο τη στιγμή που ούτε ψωμί δεν έχουν ν’ αγοράσουν. Πώς λοιπόν ν’ αγοράσουν οι κακόμοιροι τσιγάρα; Γι αυτό πάνε και κόβουν τα χαλασμένα φύλλα στο χωράφι, βάζουν κι εφημερίδα και καπνίζουν».
Εξ άλλου δεν ήταν εφικτή η νόμιμη χρήση πίπας (τσιμπουκιού), που η κατοχή της θα αποδείκνυε αυτοδικαίως και την κατανάλωση λαθραίου καπνού. Στα σπίτια τους όμως ήταν πολλοί εκείνοι που λόγω έλλειψης τσιγαρόχαρτων χρησιμοποιούσαν ευρέως τσιμπούκια που ήταν κυρίως ιδιοκατασκευασμένα, με τη χρήση ξύλου φρουξυλιάς.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται όχι μόνο ο λαθραίος καπνός αλλά και η πώληση τσιγάρων χύμα και οι καταναλωτές στράφηκαν στα πακέτα των 20 τεμαχίων. Οι κυριότερες μάρκες ήταν τα Σέρτικα Ματσάγγου, το  Έθνος Κεράνη, το 10 του Παπαστράτου, και το Τέλειον Καρέλια, αλλά δεν έλειπαν και τα πακέτα με καλύτερης ποιότητας τσιγάρα και φυσικά ακριβότερα, όπως πχ το Πανελλήνιον, το Άρωμα, το Ρόδος κλπ. Πάντα όμως στο περίπτερο υπήρχε και από κάθε μάρκα ένα πακέτο ανοιχτό για να αγοράσει κάποιος 2 ή 3 τσιγαράκια.

Με αυτά τα ανοιχτά πακέτα μάθαμε όλοι μας να καπνίζουμε, αλλά το θέμα ήταν ποιος θα πάει να τα αγοράσει, γιατί όλοι φοβόμασταν ότι ο «θείος Χρήστος» θα μας μάλωνε ή και θα τα «μαρτυρούσε» στους γονείς μας. Πάντοτε όμως βρισκόταν η λύση, ή θα πήγαινε κάποιος μεγαλύτερος που είχε πάρει το κολάι ή θα περιμέναμε μήπως τον αντικαταστήσει κάποιος δικός του στο περίπτερο, οπότε ορμούσαμε. Είναι αλήθεια πως αυτά τα βαριά τσιγάρα, που κάπνιζαν οι γονείς μας, τα στούκας όπως τα λέγαμε, τα περιφρονούσαμε λιγάκι και θέλαμε κάτι πιο κυριλέ.  Με μια δραχμή αγοράζαμε τρία  εθνάκια (Έθνος Κεράνη Εξαιρετικά) ή τρία εφταράκια (Παπαστράτος Νο 7). Όταν θέλαμε κάτι πιο καλό προτιμούσαμε το Παπαστράτος Νο 5, αλλά σπάνια διαθέταμε λίγες δεκάρες παραπάνω για να αγοράσουμε 2-3 τσιγάρα Άσσος Παπαστράτου. Όλα αυτά χωρίς φίλτρο εννοείται, γιατί το Δήλος και το Delice του Ματσάγκου που ήταν τα πιο γνωστά τσιγάρα με φίλτρο εκείνη την εποχή ήταν σημαντικά ακριβότερα. Οι πολύ κολλητοί του Νίκου Χρ. Λαμπρίδη αξιωνόμασταν να καπνίσουμε και κανένα Παλλάς με το ωραίο άρωμα που είχε ο καπνός προτού το ανάψεις, αλλά με κείνες τις υπέροχες ξανθιές της διαφήμισης πάντα είχαμε τις αμφιβολίες μας μήπως και δεν είναι πολύ …αντρικό τσιγάρο!

Όσοι ήμασταν μαθητές γυμνασίου, τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς για την αγορά τσιγάρων τους είχαμε τους καλοκαιρινούς μήνες και τις διακοπές  Χριστουγέννων και  Πάσχα. Τον υπόλοιπο καιρό δεν είχαμε πρόβλημα, αφού συγκατοικούσαμε 2-3 και ζούσαμε μόνοι μας στο Μουζάκι, όπου δεν είχαμε τον αυστηρό έλεγχο των γονιών μας αλλά και ούτε και οι καπνοπώλες μας ήξεραν. Μόνο την πρώτη φορά που με έστειλαν οι μεγαλύτεροι συγκάτοικοί μου Νίκος, Διονύσης και Ηλίας να πάω να τους αγοράσω τρία εθνάκια για να καπνίσουν, κοίταζα με τρόμο γύρω μου μη τυχόν και με βλέπει κανένας καθηγητής και με αναστάτωσε η Χασιώταινα, που είχε τον πάγκο της χειμώνα-καλοκαίρι έξω από το ζαχαροπλαστείο του Μαρδάνη, και με ύφος αυστηρό με ρώτησε: «μπα κι φουμάρ’ς κι σύ;»

Ο καπνός ήταν αναγκαίο κακό του οικογενειακού κουμάντου, αλλά και απαραίτητο στοιχείο της οικογενειακής γαλήνης σε πολλά σπίτια. Η έλλειψή του, που φυσικά προκαλούνταν λόγω της ανέχειας, έφερνε μεγαλύτερο εκνευρισμό στο νοικοκυριό, γι αυτό και οι γυναίκες εύχονταν να έχουν στο σπίτι τους «ψουμί κι αλάτ’ και καπνό για τ’ς  άντρ’». Μάλιστα μερικές απ’αυτές θα επιθυμούσαν να υπάρχει καπνός και για τις ίδιες. Ήταν οι «μοντέρνες» γυναίκες του ’40, η Αργύρω Α.Αθανασίου γνωστή ως Τασιολάμπραινα, η Σαββούλα Ε. Αθανασίου γνωστή ως Βαγγελ’Τσιούλαινα και η Βασίλω Ε.Ζήση ή αλλιώς Κωλέταινα, οι οποίες κόντρα στην εποχή τους και στις συμβατικότητες μιας κλειστής κοινωνίας δεν δίσταζαν να απολαύσουν τα λαθραία τους ή τα σέρτικά τους!

Για το άναμμα των τσιγάρων χρησιμοποιούνταν βεβαίως τα σπίρτα, τα οποία ήταν ένα από τα προϊόντα που πωλούνταν μέσω του Ελληνικού Μονοπωλίου. Όταν όμως κάποιος διπλανός καπνιστής είχε αναμμένο τσιγάρο, κανείς δεν άναβε σπίρτο, γι αυτό και η έκφραση «δός μ’ τ’ φωτιά σ’». Όταν βρισκόταν κοντά σε εστία φωτιάς ούτε λόγος να σπαταλήσει σπίρτα και το βράδυ στο σπίτι που έκαιγε η λάμπα πετρελαίου, το άναμμα από το λαμπόγυαλο ανέδινε στ’ αλήθεια μια μυρωδιά που μοσχοβολούσε από καπνό το σπίτι.   

Το αρχέγονο εργαλείο όμως ήταν ο πριόβολος, ένα  σιδερένιο αντικείμενο το οποίο το χτυπούσε με ορμή σε ένα κομμάτι ειδικής σκληρής πέτρας (στουρνάρι) πάνω στο οποίο κρατούσε με τον αντίχειρα μερικές ίνες ίσκας που άρπαζαν φωτιά από τις σπίθες που προκαλούνταν. Η χρήση του πριόβολου υποχώρησε όταν αποχτήθηκε η δυνατότητα αγοράς αναπτήρα με τσακμακόπετρα και ένα μακρύ κόκκινο φυτίλι που πωλούνταν με το μέτρο, το οποίο άναβε όπως και η ίσκα, χωρίς να χρειάζεται βενζίνη ή πετρέλαιο. Με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου όμως, και για αρκετά χρόνια, τη θέση όλων αυτών πήραν οι αναπτήρες καθαρού φωτιστικού πετρελαίου και βενζίνης, που κι αυτοί με τη σειρά τους εκτοπίστηκαν από τη χρήση του πλαστικών και πάμφθηνων αναπτήρων αερίου.


-Τι λες μπάρμπα Χρήστο; ρώτησα το Χρήστο Λαμπρίδη, θα το κόψει ο Έλληνας το τσιγάρο, τώρα που από την πρώτη του Σεπτέμβρη απαγορεύτηκε το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους;
-Το σίγουρο είναι πως θα το ελαττώσει και καλά θα κάνει, απάντησε ο πάνω από μισόν αιώνα επαγγελματίας που έζησε την οικογένειά του πουλώντας κατά κύριο λόγο τσιγάρα. Εγώ, συνέχισε, παρότι ζούσα από το τσιγάρο, άρχισα να καπνίζω σε πολύ μεγάλη ηλικία κι αυτό για λόγους επαγγελματικούς, αφού είχα ξεκινήσει μια άλλη δουλειά -εμπόριο αρωματικών φυτών- και δυστυχώς τότε η προσφορά ενός τσιγάρου έπαιζε τον κοινωνικό της ρόλο στην καλύτερη ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων. Ωστόσο ποτέ δεν υπήρξα μανιώδης καπνιστής και εύχομαι το ίδιο για τον καθένα εάν δεν κατορθώσει να το κόψει εντελώς.

Η αλήθεια είναι πως άλλοι θα υποφέρουν πάρα πολύ και άλλοι -κι ανάμεσά τους κι εγώ- θα χάσουμε μια αγαπημένη απόλαυση ενός-δύο τσιγάρων μετά από ένα καλό γεύμα- πολλοί θα προσαρμοστούν με μεγαλύτερη ευκολία και μερικοί ίσως να το δουν και σαν μια ευκαιρία να το κόψουν (το ρημάδι!). Αυτό όμως που στα σίγουρα θα συμβεί, είναι, πως όταν γυρίζουμε από κάποιο μαγαζί -ταβέρνα, μπαρ, κέντρο διασκέδασης- τα ρούχα μας δεν θα βρωμοκοπάνε τσιγαρίλα και δεν θα χρειάζεται να τα βγάζουμε στο μπαλκόνι να ξεβρωμίσουν! Και εκείνο που είναι πλέον σίγουρο, είναι πως μπαίνουμε σε μια καινούργια εποχή.

Αντίο τσιγάρο…


*Το κείμενο τούτο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του χωριού μου http://drakotrypa.gr πριν εννιά χρόνια (3/10/2010), όταν (ξανα)επιχειρήθηκε απαγόρευση του τσιγάρου . Ο Χρήστος Λαμπρίδης δεν ζει πια.

Η φράση «Κολόμπε, Κολόμπε» ήταν ο συνηθισμένος τρόπος αγανάχτησης του Γιώργου Κοσμά, όταν έπαιζε πρέφα στο καφενείο. Ο Γ.Κοσμάς μετανάστης στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, έχασε το ένα του χέρι, γεγονός που τον εμπόδιζε σε διάφορες δραστηριότητες και φυσικά  και στα χαρτιά!

One Response

  1. Ο/Η Andrey Kolmogorov λέει:

    Ελπίζουμε αυτή τη φορά να απαγορευτεί πραγματικά το κάπνισμα, ώστε να μπορούν να βρίσκονται σε δημόσιους χώρους και όσοι συνοδεύουν παιδιά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *