Μανούλα-αα…!
Απόσπασμα από το αφήγημα “Μητριά πατρίδα” του Μιχάλη Γκανά
Τον πρώτο καιρό τη βλέπαμε κάθε Σαββατοκύριακο. Δούλευε σε άλλη πόλη, στις οικοδομές, κουβάλαγε λάσπη για χτίστες. Οι Ουγγαρέζοι τη φώναζαν Ιλόνκα. Από Καλλιόπη.
Ερχότανε με τα χέρια γεμάτα. Γλυκά, παιχνίδια, κανένα ρούχο. Ο αδερφός μου, μικρότερος, μέτραγε τις μέρες στα δάχτυλα. Κάτι μικρούτσικα παχουλά δάχτυλα, τα λύγιζε η γιαγιά ένα ένα, Δευτέρα, του ‘λεγε, και Τρίτη και Τετάρτη, στο Σάββατο έβαζε φωνή ο μικρός «Μανούλα-αα…»
Στο σπίτι εμείς και οι γέροι. Η γιαγιά, ο πάππους, η αδερφή του και η μάνα της μάνας μου. Γύριζε η μάνα το βράδυ κι άρχιζαν τα παράπονα κι απ’ τις δυο μεριές, τσακώνονταν οι συμπέθεροι, τι να ‘κανε, τα ‘βαζε με τη μάνα της κι ας ήταν το αδύνατο μέρος. Μόλις καλμάριζε τους γέρους, μας έπαιρνε τα δυο στο μέσα δωμάτιο.
Εκεί που παίζαμε, την έπαιρναν τα δάκρυα. Σφιγγόμασταν πάνω της κι όπως μας έβλεπε έτοιμα να κλάψουμε, συνερχόταν και συνεχίζαμε το παιχνίδι.
Στο χωριό μάς πήγανε χειμώνα. Άσπρα τα σπίτια, το χιόνι σωροί, δεν ξεχώριζαν. Όπως ήταν καινούργια, είχανε πολλή υγρασία. Μαζευόμασταν γύρω από τη μασίνα να ζεσταθούμε. Ο πάππους κρύωνε πολύ, δεν έβγαζε ποτέ τη χλαίνη, ριχτή στις πλάτες. Ακουμπούσε τα πόδια του σε πυρωμένο τούβλο, είχε δυο τούβλα, τ’ άλλαζε κάθε τόσο.
Η μάνα ερχόταν κάθε βράδυ, την περιμέναμε στο παραθύρι. Έξω δεν είχε τι να δεις, καρακαμπιά χιονισμένη ώσπου έφτανε το μάτι. Καλά που ήταν τα κρύσταλλα της στέγης σαν σπαθιά και η παγωνιά στα τζάμια όλο γραμμούλες και παράξενα σχέδια. Έξω από το σπίτι, στα τρία μέτρα, ήτανε χαντάκι. Το νερό παγωμένο. Έρχονταν παιδιά να κάνουν τσουλήθρα, παίρνανε φόρα και γλιστρούσανε πάνω στον πάγο. Εμάς δεν μας άφηναν να βγούμε, ήταν κάτι μαντράχαλοι, βάζαν τρία τέσσερα μικρά μπροστά, ύστερα πέφτανε με δύναμη πάνω τους, τα σάρωναν.
Με την άνοιξη ξεμουδιάσαμε. Πατήσαμε χώμα, είδαμε χορτάρι, πήραν ν’ ανθίζουν οι ακακίες. Κοντά στο σπίτι μας περνούσαν οι Ουγγαρέζοι με τα κάρα τους όταν γύριζαν απ’ τον κάμπο. Είχε μια ανηφορίτσα ο δρόμος, μαζευόμασταν δέκα δεκαπέντε παιδιά κι αρχίζαμε το βρισίδι. «Αζανιάτο πιτσιάτο, άνιατ κούρβα, άνιατ πίτσκαγια». Δεν μπορούσαν να σταματήσουνε στον ανήφορο, μας φοβέριζαν από μακριά.
Εγώ πήγαινα σχολείο. Είχαμε Έλληνες δασκάλους και Ουγγαρέζους. Ούτε που μ’ άρεσε ούτε που δεν μ’ άρεσε το σχολείο. Τον πρώτο καιρό. Μετά το ‘χα σε καμάρι να λέω στους δασκάλους «Δεν ξέρω». Το κάναμε πολλά παιδιά, στους Ουγγαρέζους περισσότερο. Δεν θυμάμαι να ‘κανα φίλους. Στη γειτονιά παίζαμε όλοι μαζί.
Η μάνα δούλευε στον κάμπο. Αν ήταν κι έχτιζαν, κουβαλούσε λάσπη, αλλιώς φύτευε ντομάτες, πιπεριές με τη νόρμα. Κάθε Σάββατο έπαιρνε τα φιορίνια σε φάκελο. Γύριζε κουρασμένη τα βράδια αλλά πάλι λοξοδρομούσε συχνά, να βρει κάνα κεράσι, κάνα βερίκοκο ή άλλο φρούτο της εποχής. Με το που ‘μπαινε, το μάτι μας στην τσάντα, αν τη βλέπαμε φουσκωμένη, αρχίζαμε τα «ουρά…»
Ένα βράδυ έβαλε νερό να λουστεί. Ξέπλεξε τις κοτσίδες κι ήταν αλλιώτικη με τα μαλλιά γύρω στο πρόσωπο της. Καστανά και μετά σκούρυναν στο νερό. Τα πέρασε τρία χέρια με το σαπούνι. Σκουπίστηκε, κι άχνιζαν όπως τα χτένιζε. Έριξε πίσω τις κοτσίδες και με πήρε στην αγκαλιά. Μύριζαν όμορφα τα μαλλιά της, δεν ήθελα να ξεκολλήσω.
Μια μέρα πήγε στην Ιβάντσια, ουγγαρέζικο χωριό κοντά στο δικό μας. Πήγαν πολλοί να πάρουν φρούτα και κανένα ζωντανό για το σπίτι. Γύρισε με την τσάντα γεμάτη βερίκοκα και δυο κουνέλια. Άσπρα με κόκκινα μάτια, πρώτη φορά βλέπαμε. Άλλοι φέρανε κατσίκια τότε, άλλοι γουρουνόπουλα, δεν ήξεραν πώς να τα ζητήσουν. Είχαν κοντά τους ένα γουστόζο άνθρωπο, χτύπαγε τις πόρτες κι άρχιζε να βελάζει, να γρυλίζει, απ’ τα πολλά καταλάβαιναν οι Μαγυάρες. Τους δώσανε φρούτα όσα θέλανε, τα ζώα τα πλήρωσαν.
Κάποτε ήρθε στο σχολείο ο γιατρός του χωριού με τη νοσοκόμα. Απ’ το πρωί, δεν κάναμε μάθημα. Μας κοίταζε τα μάτια, αν έχουμε τίποτε. Ήτανε κόκκινος, παχουλός κι όλο γελούσε. Όταν ήρθε η σειρά μου, μου ‘πιασε ελαφρά τη μύτη ανάμεσα στα δάχτυλα του κι ύστερα τα τίναξε, πώς κάνουμε να φύγει η μύξα, κι ακούστηκε ένα κλατς. Γελάσανε. Μου γύρισε μετά τα βλέφαρα, τα μέσα έξω, κάτι σημείωσε σε μια κατάσταση και μου ‘γνεψε να φύγω. Την άλλη μέρα φωνάξανε τα ονόματα μας απ’ τα μεγάφωνα. Είχαμε τραχώματα κι έπρεπε να πάμε για θεραπεία στη Βουδαπέστη. Στο σπίτι ούτε ξέρανε π σόι αρρώστια ήταν αυτή ούτε είχαμε χωριστεί ώς τότε. Με κλάματα με πήγανε στο τρένο.
Το νοσοκομείο είχε μεγάλο κήπο όλο πρασινάδες και λουλούδια. Απέναντι γύριζε μια μεγάλη ρόδα με μικρά καθίσματα και μέσα παιδιά. Είχε κούνιες, τρενάκια, μουσικές ακούγονταν ολοένα. Χάζευα εκεί με τις ώρες. Σε πέντ’ έξι μέρες μας εγχειρίσανε, δεν πόνεσα καθόλου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, κολυμπούσαν όλα στο γάλα.
Ήρθε η μάνα με γλυκά και δάκρυα. Δεν μείναμε πολύ, σε δεκαπέντε είκοσι μέρες γυρίσαμε στο χωριό. Ίσα ίσα που πρόλαβα να στείλω ένα γράμμα στο σπίτι. Δεν είχα τίποτε να τους πω, αλλά μ’ άρεσαν τα γραμματόσημα. Ήτανε μοβ και κάτω κάτω γράφανε με κεφαλαία: MAGYAR POSTA. Δείχνανε ένα παλάτι με πολλά πατώματα.
Αργότερα πήγε κι ο αδερφός μου για εγχείριση. Σε άλλο νοσοκομείο, πιο μακριά, ήτανε και χειμώνας. Είχε μια λίμνη κοντά παγωμένη, γλίστραγαν πάνω στον πάγο. Πήγε η μάνα να τον δει, ήτανε άπλυτος, της έλεγε πως του κλέβανε πράγματα τ’ άλλα παιδιά, τα σαπούνια του, τις πετσέτες, στενοχωρήθηκε. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, τ’ αδερφάκι κόλλησε στο διχτυωτό σύρμα. Βγαίνοντας η μάνα γύρισε να τον δει, της κούναγε το χέρι. Πήγε και στάθηκε μπροστά του. «Τι θέλεις να σου φέρω την άλλη φορά;» τον ρώτησε. «Τίποτε». «Θα σου φέρω ένα σακί καραμέλες» του ‘πε και γύρισε να φύγει. Δεν θα ‘χε κάνει τρία βήματα κι άκουσε τη φωνή του, «Μανούλα». «Τι θέλεις, ψυχή μου;» «Έλα κοντά». Όταν πλησίασε, έβγαλε το μικρό του δάχτυλο από το σύρμα. «Φίλα το» της είπε.
Ευχαριστώ τον Μιχάλη Γκανά και τις εκδόσεις Μελάνι που μου έδωσαν τη δυνατότητα αναδημοσίευσης του κειμένου. Γ.Γούσιας
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του. Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954. Το χρονικό αυτής της περιπέτειας καταγράφτηκε στο πεζό “Μητριά πατρίδα”.
Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε ως υπεύθυνος βιβλιοπωλείου για μια δεκαπενταετία και αργότερα συνεργάστηκε με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες (ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά κτλ.), ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς συνθέτες (Μίκης Θεοδωράκης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Θάνος Μικρούτσικος, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Νίκος Μαμαγκάκης, Γκόραν Μπρέγκοβιτς, Άρα Ντινκτζιάν). Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για το βιβλίο του Παραλογή· το 2009 με το βραβείο Καβάφη· το 2011 με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του έργου του· τo 2021 με το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για το έργο και την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα· το 2021 ήταν ανάμεσα στους finalists του TheAngloHellenic League Runciman Award για το δίγλωσσο βιβλίο του A Greek Ballad: Selected Poems (Yale University Press 2020), καθώς και ανάμεσα στους εφτά finalists του διεθνούς κύρους βραβείου Neustadt International Prize for Literature 2021 για το ίδιο βιβλίο. Το 2022 η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ, ποίηση, Κείμενα 1978, Καστανιώτης 1994
ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ, ποίηση, Κείμενα 1980, Καστανιώτης 1993
ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, ποίηση, Καστανιώτης 1989
ΠΑΡΑΛΟΓΗ, ποίηση, Καστανιώτης 1993
ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ, ποιήματα και τραγούδια, μαζί με τους Δ. Καψάλη, Γ. Κοροπούλη, Η. Λάγιο , Άγρα 1993
ΤΑ ΜΙΚΡΑ, ποίηση, Καστανιώτης 2000
ΣΤΙΧΟΙ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, τραγούδια, Μελάνι 2002
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ, ποίηση, Καστανιώτης 2003
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, ελεύθερη απόδοση, Μελάνι 2005
ΜΗΤΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ, αφήγημα, Κείμενα 1981, Καστανιώτης 1989, Εικονογραφημένη έκδοση, Μελάνι 2007
ΓΥΝΑΙΚΩΝ, μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, Μελάνι 2010
ΑΨΙΝΘΟΣ, ποίηση, Μελάνι 2012
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012, Συγκεντρωτική έκδοση, Μελάνι 2013
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ του Μιχάλη Γκανά, Διασκευή για νέους αναγνώστες, Μεταίχμιο 2016
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ του Μιχάλη Γκανά, Διασκευή για νέους αναγνώστες, Μεταίχμιο 2019
A GREEK BALLAD – MICHALIS GANAS, Selected poems, Δίγλωσση έκδοση, Yale University Press 2019