Κολιντρίνες και στριφτάρι, βασιλόπιτες και πόκα


Οι γιορτές είναι συνώνυμες με το παρελθόν και την νοσταλγία. Θυμόμαστε τότε γεγονότα και περιστατικά, συνήθως, της νιότης μας. Ας πούμε σήμερα παραμονή των Χριστουγέννων, όσο και να αστικοποιηθήκαμε, όσο και να ‘χουν λιγοστέψει τα παιδιά στους δρόμους -μεγάλη πληγή το δημογραφικό!- όλο και θα ακουστούν τα κάλαντα σε κάποιο πάτωμα της πολυκατοικίας μας, και όλο και θα χτυπήσει και το δικό μας κουδούνι.
Έρχονται τότε στο νου μας και τα δικά μας Χριστούγεννα. Στα χρόνια μου και στον τόπο που μεγάλωσα η λέξη κάλαντα δεν ήταν και πολύ συνηθισμένη. Δεν πολυλεγόταν ότι θα πούμε τα κάλαντα μα ακουγόταν έντονα το θα περπατήσουμε!
Το περπάτημα άρχιζε όταν ήταν ακόμα πολύ νύχτα. Όλα τα παιδιά -κι όταν στη Θεσσαλία λέμε παιδιά εννοούμε τα αγόρια- τα κορίτσια δεν έλεγαν τα κάλαντα παρά μόνο το Λάζαρο τραγουδούσαν, ήταν εφοδιασμένα από μια γκλίτσα ή ένα ματσούκι που ήταν απαραίτητο για τα σκυλιά αλλά χρησιμοποιούνταν κυρίως για να βροντάνε στο ξύλινο ή πέτρινο κατώφλι και να ξυπνάν οι νοικοκυραίοι, αλλά και για να κρατάν το ρυθμό του τραγουδιού. Σημειώνεται, ότι τα τρίγωνα ήταν άγνωστο είδος στην περιοχή μας.
Το Καλήν εσπέραν άρχοντες, ήταν κάπως νεωτερίστικο
τραγούδι. Εκείνο συνήθως ακούονταν ήταν το:
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
ελάτε για να μάθετε τώρα Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι ανασταίνεται στο γάλα και στο μέλι
το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…
και σπανιότατα τούτο, το οποίο όμως συνηθιζόταν τις παλιότερες δεκαετίες
Κόλιντρα, μίλιντρα,
Τρεις χιλιάδες πρόβατα
Και πιντακόσια γίδια.
Δος μ’ μπάμπω κ’λούρα
Που βόσκα’α τ’ βιτούλα
Στου μέγα το χωράφ’…
Αφού περίμεναν να βγει η νοικοκυρά στην πόρτα και να δώσει κουλούρα ή καμιά δεκαρίτσα και αυτή έκανε πως δεν άκουγε, συμπλήρωναν για εκδίκηση, όπως μας πληροφόρησε ο Τακούλης Πολύμερος:
Ξύδ’ στου βαέν’
Πορδή στου κολοκύθ’
Όταν είχαν γινάτια μαζί της γιατί το είχε σύστημα να μη σηκώνεται να ανοίγει την πόρτα, τη …στόλιζαν κατάλληλα:
Κυρά μ’ στη στάχτη κάθεσαι
Κι ο κώλος ξετσουφάει
Κι από την τσούφα την πολλή
Τσακίσ’κε το τσουκάλι..
Νωρίς το μεσημέρι, όσοι δε συμμετείχαν στο σφάξιμο του γουρουνιού και δεν
περίμεναν εναγωνίως να πάρουν τη φούσκα του (ουροδόχο κύστη) για να
παίξουν μπάλλα, είχαν ήδη ξοδέψει ένα μικρό μέρος από τα χρήματα που μαζέψανε
αγοράζοντας χαλβά και καραμέλες, έδιναν το κομπόδεμά τους στη μάνα τους για
φύλαξη και κρατούσαν και λίγες δεκάρες για το στριφτάρι. Το στριφτάρι ήταν στη γλώσσα του χωριού το παιχνίδι κορώνα – γράμματα και παιζόταν ως εξής:
τραβούσαμε στο χώμα δυο παράλληλες γραμμές που απείχαν πεντέξι βήματα η μια από
την άλλη. Στεκόμασταν στην πίσω γραμμή και ρίχναμε μια δεκάρα, μια εικοσάρα ή
ένα πενηντάλεπτο -ανάλογα με τη συμφωνία- προσπαθώντας το κέρμα να πλησιάσει
όσο το δυνατόν πιο πολύ στη μπροστινή γραμμή. Οποιουνού το νόμισμα ήταν πιο
κοντά, αυτός είχε το δικαίωμα να τα πάρει όλα από κάτω, να τα ταξινομήσει όπως
αυτός θεωρούσε καλύτερα στο χέρι του και να τα ρίξει ψηλά, με τέτοιο τρόπο, που
να στρίβουν στον αέρα. Πέφτοντας τα νομίσματα στο έδαφος κρατούσε για τον εαυτό
του όσα είχαν την κορώνα, τα δε γράμματα τα έπαιρνε ο αμέσως επόμενος κ.ο.κ.
μέχρι να εξαντληθούν τα νομίσματα. Ισιώματα κατάλληλα για στριφτάρι ήταν
δίπλα από το κοινοτικό γραφείο, και μερικά οικόπεδα κοντά στην πλατεία, αλλά
όταν είχε χιόνι, το στέκι, ήταν το εγκαταλειμμένο σπίτι της Σπυρούλας Στεφανή
και φυσικά τον πρώτο λόγο είχαν οι μεγαλύτεροι και οι πιο γεροδεμένοι.
Αλλά ας γυρίσουμε και πάλι στο περπάτημα, που πολλές φορές τύχαινε -φτώχεια
καταραμένη!-οι νοικοκυρές να μην έχουν -στ’ αλήθεια- να δώσουν ούτε μια τρύπια
δεκάρα στα παιδιά και με απολογητικό ύφος έλεγαν: «δεν έχω καμάρια μ΄ να σας
δώσω λιφτά, να σας δώσω κάνε μ’ από μια κοκόσια (καρύδι); ή να σας δώκω να
μοιραστείτε μια κολιντρίνα;» Οι
κολιντρίνες είναι η απλή μορφή αυτού που σε άλλα μέρη ονομάζουν χριστόψωμα.
Μικρά στρόγγυλα ψωμάκια συνήθως με μια τρύπα στη μέση, που πολλές φορές
περιείχαν μια κοκόσια (καρύδι), με διάφορα κεντίδια που κατά κανόνα γίνονταν με
τις «κούπες» από τα βελανίδια και σπανιότερα με πιρούνι. Συνήθως ήταν από
«πιασμένο» προζύμι για να γίνονται αφράτες και ζυμώνονταν τη νύχτα προτού
ξημερώσει η παραμονή των Χριστουγέννων και μάλιστα θα έπρεπε να είναι έτοιμες
με το πρώτο χτύπημα των παιδιών στην πόρτα.
Οι κολιντρίνες ήταν η χαρά των κοριτσιών γιατί αυτά φρόντιζαν τα κεντήματα στο
ζυμάρι, μα την τέχνη τους τη διοχέτευαν κυρίως στην κουλούρα των Χριστουγέννων.
Η κουλούρα αυτή ήταν με διπλοκοσκινισμένο αλεύρι, όπως τα πρόσφορα, και επάνω
της είχε ένα σωρό στολίδια και παραστάσεις φτιαγμένα επίσης με ζυμάρι, όπως
σπιτάκια, προβατάκια, ζυγό και αλέτρι και ό,τι ακόμα μπορούσε να φανταστεί η
νοικοκυρά και τα κορίτσια του σπιτιού. Το ζυγάλετρο είχε συμβολική σημασία για
να ναι καλά τα ζώα του σπιτιού και το κρατούσαν ως τα Φώτα, οπότε το έκοβαν σε
μικρά κομματάκια και το μοίραζαν σε όλα τα ζώα και τα πουλερικά του σπιτιού.
Αντίστοιχες με τις κολιντρίνες ήταν οι βασίλιες
που τις κάνανε με τον ίδιο τρόπο την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Απολύτως
διαφορετικές όμως ήταν οι φώτες που
ψήνονταν του Σταυρού, την παραμονή δηλαδή των Φώτων. Η ιδιομορφία τους είχε
σχέση με το ψήσιμο, το οποίο δεν γίνονταν στο ταψί αλλά αφού καθαρίζανε τελείως
τη γάστρα από τις στάχτες, την πλένανε και τη βάζανε στα κάρβουνα να πυρώσει
και τότε ρίχνανε επάνω της κομμάτια ζυμαριού το οποίο άπλωνε σε ακανόνιστα
σχήματα που μοιάζανε και με φασκιές μωρού.
Έπειτα από αρκετές ημέρες κρεατοφαγίας, τηγανιά τα ξημερώματα των Χριστουγέννων αμέσως μετά την επιστροφή από την εκκλησία, χοιρινό με πρασοσέλινο, σουφλιμάδες στο τζάκι, τσιγαρίδες, μπουμπάρια κλπ, η βασιλόπιτα που ετοίμαζε η νοικοκυρά για το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς ήταν λαχταριστή απ’ όλη την οικογένεια. Και δεν ήταν η βασιλόπιτα κάτι σαν τα τσουρέκια του Τερκενλή που σπάνε τις μύτες των περαστικών στην Αριστοτέλους, αλλά μια κανονική και λίγο πιο πλούσια, λόγω της ημέρας, πίτα. Συνήθως ήταν τυρόπιτα με μπόλικο τυρί και πολλά αυγά. Άλλοτε μπορεί να ήταν γαλατόπιτα, λαχανόπιτα με αποξηραμένα συνήθως λαχανικά, κολοκυθόπιτα και σπανιότερα κοτόπιτα ή κρεατόπιτα και γενικώς ήταν μια πίτα φτιαγμένη με ό,τι διέθετε το νοικοκυριό. Μια πίτα με τα ελάχιστα που μπορούσε να γίνει ήταν αυτή μολογούσε η Μητρο-Μπάλλαινα πως έκαναν στα νεανικά της χρόνια και τη λέγαν τριμμινόπιτα. Η γέμιση των φύλλων γινότανε από καλαμποκίσιο ψωμί (μπομπότα) τριμμένο πάρα πολύ -προφανώς γι αυτό πήρε κι αυτό το όνομα- τυρί, αυγά, λίγο κρέας και μπόλικη λίπα (χοιρινό λίπος).
Όπως όμως και να ήταν παρασκευασμένη, μέσα της θα είχε το φλουρί (καμιά δραχμή δηλαδή ή κανένα δίφραγκο) για τον τυχερό της οικογένειας, ένα άχυρο για να έχουν καλή σοδειά τα χωράφια της φαμελιάς, ένα κομματάκι κλήμα για να βγει καλό κρασί, και ένα κλαράκι βελανιδιάς για να είναι καλά και τα ζωντανά.
Η μέρα αυτή ήταν περισσότερο τ΄ Αη-Βασιλιού και λιγότερο Πρωτοχρονιά, και δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερα γιορταστική ατμόσφαιρα τα μεσάνυχτα που άλλαζε ο χρόνος. Οι οικογένειες περίμεναν νάρθουν τα μεσάνυχτα και να χαμηλώσουν το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου, όταν στη ζωή τους μπήκαν τα ραδιόφωνα. Ως τότε στο τζάκι έκαιγε δυνατή φωτιά, και σε πολλά σπίτια είχαν συνήθεια να αναμερίζουν λίγο τα κάρβουνα και στην πυρωμένη εστία να ρίχνουν σπόρους σταριού και καλαμποκιού και αν αυτοί έσκαγαν με κρότο σήμαινε πως τα ζωντανά τους θα είναι καλά και γερά για όλη τη χρονιά. Άλλοτε πάλι καίγανε κλαδιά έλατου (μπάτσες) και όταν τα τζούνια τους έσκαγαν από τη δυνατή φωτιά, φώναζαν «ζάρα αρνιά, ζάρα κατσίκια!». Το βράδυ της πρωτοχρονιάς οι περισσότεροι άνδρες βρίσκονταν στα καφενεία του χωριού όπου επιδίδονταν στα χαρτοπαίχνιδα, μια που ήταν η νύχτα που «βασίλευαν» τα χαρτιά. Το «βασίλεμα» εννοείται ότι συνεχίζονταν ως τα Φώτα, που θα έπρεπε να τα «φωτίσουν» για να πάει καλά η χρονιά.
Πρωταγωνιστές στις μεσιανές δεκαετίες του περασμένου αιώνα υπήρξαν στον τομέα αυτό ο Κορομπίλιας, ο Κωτσιο-Παπάς, ο Γιωργαλής, ο Βασίλ’ Μαλάμος, ο Τζιοβάνι Μανές, ο Μητράνας, ο Μαγκίφας και άλλοι, που ήσαν εξαίρετοι οικογενειάρχες αλλά το βράδυ της πρωτοχρονιάς το έριχναν λιγάκι έξω. Ενδιαφέρον είχε ότι τα λεφτά που χάνονταν ή κερδίζονταν δεν αναφέρονταν με την πραγματική τους αξία -προφανώς από έλλειψη μετρητών- αλλά καταμετριούνταν κυρίως σε καφέδες, σε γλυκά στο καφε-ζαχαροπλαστείο του Μαλάμου και ακόμα και σε ρέγγες! Χίλιους καφέδες έχασε ο τάδε και τους πάτσισε με πεντακόσιες ρέγγες την άλλη μέρα!
«Μια χρονιά, ο πατέρας μου -ο Βαγγελάκος ο Μάνος- γύρισε νωρίς στο σπίτι. Παραξενευτήκαμε όλοι, αφηγείται η Καλιρρόη Μπάλλα. –Πατέρα, τι έπαθες τον ρώτησα. –Τίποτα παιδί μ’, αποκρίθηκε εκείνος προσπαθώντας να κρύψει την πίκρα του. Κατάλαβα, πήγα στη ραπτομηχανή μου, πήρα τα χρήματα που είχα φυλαγμένα στο συρταράκι της, και του τα δωσα. –Παίξτα για μένα του είπα. Τα πήρε διστακτικά, πήγε στο καφενείο, έβγαλε τα χαμένα, και τα μεσάνυχτα γύρισε καταχαρούμενος».
Το πιο συνηθισμένο παιχνίδι της Πρωτοχρονιάς ήταν το “τριάντα ένα”. Ο Κορομπίλιας και ο Κωλέτας έπαιζαν “μπασέτα” ή αλλιώς “τέρτσο-τίρο-πάρο”. Αρκετοί αρκούνταν στα “πλακάκια”, στη “ραμή” και στο “γκαβό” ή αλλιώς “σιόκι”. Οι πρεφαδόροι έμεναν πιστοί στην πρέφα με υψηλό καπίκι και οι πιο σκληροί έπαιζαν πόκα. Στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, όταν εγκαταστάθηκε για μερικά χρόνια στο χωριό το εργοτάξιο της τεχνικής εταιρίας που έκανε το δρόμο Καρδίτσας-Άρτας και βρήκε δουλειά πολύς κόσμος, ανέβηκαν τα εισοδήματα, εγκαταλείφθηκε ο καφές ως νομισματική μονάδα(!) και έγινε με ενθουσιασμό αποδεκτό στα καφενεία και στους θαμώνες τους ένα νέο παιχνίδι, το “εικοσιένα” το οποίο εκτόπισε όλα τα υπόλοιπα χαρτοπαίχνιδα.
Όλα όμως έχουν ένα τέλος. Η αστικοποίηση, η μείωση του πληθυσμού του χωριού, η σταδιακή απώλεια των προσώπων εκείνων που έδιναν ιδιαίτερο χρώμα στην τοπική κοινωνία και κυρίως η εισβολή της τηλεόρασης σε όλα τα νοικοκυριά, εξοβέλισε ή μετάλλαξε συνήθειες και έθιμα αιώνων. Ο “ανδρισμός” της πρωτοχρονιάτικης χαρτοπαιξίας έδωσε τη θέση του στην καρέκλα της κουζίνας με τα μάτια στραμμένα στην οθόνη, το “στριφτάρι” αντικαταστάθηκε από τα παιχνίδια στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου και η βασιλόπιτα, ομογενοποιημένη πλέον σε ολόκληρη τη χώρα, γίνεται με τις συνταγές της Βέφας και του Παρλιάρου.
Χρόνια μας πολλά και καλή χρονιά!
(Το κείμενο αυτό, με ελάχιστα διαφορετική μορφή, δημοσιεύτηκε πριν χρόνια στην ιστοσελίδα www.drakotrypa.gr του μορφωτικού συλλόγου Δρακότρυπας Καρδίτσας “Η Ανάπλαση” και φυσικά τα ονόματα που αναφέρονται αφορούν κατοίκους του χωριού).
3 Responses
Μπράβο Γιώργο, που μας θύμισες τα παλαιά του χωριού μας έθιμα αλλά και τις παιδικές μας αναμνήσεις. Να είσαι πάντα καλά φίλε μου.
Κόλιντα μέλιντα, σούρβα βασίλισσα το σκυλί σου μ’ έφαγε τρανό κουλίκι θέλω, θέλω δε θέλω την μάνα σου τη θέλω, να την φιλήσω μιά φορά και πάλι να στη φέρω.
Με γύρισες πολλά χρόνια πίσω! σκληρές εποχές αλλά δεν παύουμε να τις νοσταλγούμε! εξαιρετική περιγραφή και αφήγηση μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί!