Βασίλειος Χρ. Κακαράντζας: Ένας “άγνωστος” ήρωας
Το όνομα Βασίλειος Χρ. Κακαράντζας είναι σχεδόν άγνωστο στον νεώτερο κόσμο της Δρακότρυπας Καρδίτσας, του τόπου όπου γεννήθηκε το 1912. Άτυχος, πραγματικά από κούνια, δεν γνώρισε πατέρα, αφού σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Λίγα χρόνια αργότερα η μάνα του ξαναπαντρεύτηκε τον Αθανάσιο Χαρίση (γνωστός ως Βεργής) και απέκτησε άλλα τρία αδέρφια. Δεν είναι γνωστή η ζωή του, εκτός του ότι υπήρξε υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, ότι συνελήφθη από τους Γερμανούς για αντιστασιακή δράση και ότι εκτελέστηκε, μετά την καταδίκη του σε 15ετή φυλάκιση, κατά τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Το γεγονός ότι ήταν ανάμεσα στα τρία άτομα που καταδικάστηκαν με την αυστηρότερη ποινή, δείχνει ότι ο Β.Κακαράντζας είχε κάποιο σπουδαίο ρόλο στην αντιστασιακή δράση του συλλόγου των υπαλλήλων της Τράπεζας, η οποία κάτω από τη μύτη των ναζιστών οργάνωσε, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1943, εκδήλωση για τον εορτασμό της ημέρας του Όχι!
Το ιστορικό που παρατίθεται στη συνέχεια και που αφορά τον Βασ. Κακαράντζα, είναι από το βιβλίο της Ζιζής Σαλίμπα «Τράπεζα της Ελλάδος (1941-1944) – Η Αντίσταση των εργαζομένων» που κυκλοφόρησε και διανεμήθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών. (Ευχαριστώ εδώ τον φίλο Θανάση Γκένιο για την ανάρτησή του στο Facebook που υπήρξε η αφορμή γι’ αυτή την αναζήτηση).
Τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 1943
Η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος στις 27 Οκτωβρίου 1943, όπως καταγράφεται στα Πρακτικά, δεν προμήνυε όσα θα ακολουθούσαν την επομένη, κατά τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1943, στην κεντρική αίθουσα, το χολ, της Τράπεζας.
Η εντολή για δράση πρέπει να δόθηκε από τον «Αντρέα», ψευδώνυμο του Σπύρου Αντύπα, μέλους της Επιτροπής Πόλης του ΕΑΜ. Αποφασίστηκε οι τράπεζες να γιορτάσουν την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στην Τράπεζα της Ελλάδος ξεκίνησαν την προετοιμασία για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Ένας ολόκληρος κόσμος που υπερέβαινε τα φατριαστικά συμπλέγματα του παρελθόντος, που συμμετείχε, συνέπασχε και εκδήλωνε συναδελφική αλληλεγγύη με κάθε τρόπο σε κάθε κινητοποίηση, Ένας κόσμος που αψηφούσε, για άλλη μία φορά, την απαγόρευση των Γερμανών για κάθε εκδήλωση του Ελληνικού λαού κατά την ημέρα εκείνη, είτε σε ανοικτό είτε σε κλειστό χώρο. «Γραφομηχανές δούλεψαν, πολύγραφοι, τυπογραφεία, χέρια κινήθηκαν πυρετικά, κι από την προπαραμονή της 28ης Οκτωβρίου 1943 προκηρύξεις, συνθήματα, φέιγ βολάν, σημειώματα γραμμένα με τo χέρι, πλακάτ, ήταν έτοιμα». Ο Σύλλογος -προφορικά και όχι γραπτά, με ανακοίνωση- καλούσε τους εργαζομένους στον εορτασμό. Την ημέρα της εθνικής εορτής, στις 12:30 το μεσημέρι, το μεγάλο χολ του ισογείου γέμισε από εργαζομένους. Η Τράπεζα είχε κλείσει για το κοινό. «Από τον πρώτο όροφο, το πατάρι, πάνω στα κεφάλια μας ανέμιζε μια μεγάλη ελληνική σημαία, πλαισιωμένη από τα εμβλήματα του ΕΑΜ». Στα πλακάτ, που ήταν κολλημένα στις κολόνες, είχαν γράψει: «Οι εχθροί μάς φοβούνται. Οι προδότες μάς μισούν. Ο λαός μάς λατρεύει και οι Σύμμαχοι μας θαυμάζουν», και κάτω από τα συνθήματα και τα πλακάτ: «ΕΑΜ Τραπέζης Ελλάδος». Από τον πρώτο όροφο οι προκηρύξεις και τα συνθήματα έπεφταν βροχή και σκέπαζαν το μαρμάρινο δάπεδο της Τράπεζας. Ανεβασμένος πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι ο Φάνης Παπαγεωργίου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου και ένας από τους πιο αγαπητούς υπαλλήλους της Τράπεζας, άρχισε να εκφωνεί λόγο για το Αλβανικό Έπος, ενώπιον μάλιστα και των ξένων στρατιωτών που εργάζονταν στην υπηρεσία του Γερμανού επιτρόπου. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή από τις σκάλες που οδηγούν στο θυρωρείο της Τράπεζας, της οδού Εδουάρδου Λω: «Προσοχή… Προσοχή, οι Γερμανοί». Ένα απόσπασμα των Γερμανών Ες Ες εισέβαλε στην αίθουσα. Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να διαλύονται προς όλες τις κατευθύνσεις, προς τους ορόφους και προς τα υπόγεια. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν εν ψυχρώ και να κλοτσούν τους περίπου 30 τραυματίες. Οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στο ιατρείο της Τράπεζας και από εκεί υπάλληλοι, οι οποίοι φορούσαν άσπρες μπλούζες παριστάνοντας τους τραυματιοφορείς για να ξεφύγουν, τους μετέφεραν σε κλινικές, όπου νοσηλεύθηκαν ως χειρουργημένοι, χωρίς να δώσουν τα πραγματικά τους ονόματα. Επισημαίνεται ότι στα νοσοκομεία και στις κλινικές όπου νοσηλεύονταν οι ανάπηροι πολέμου δρούσαν ΕΑΜικές οργανώσεις. Τα νοσοκομεία λειτουργούσαν ως καταφύγια των διωκόμενων αντιστασιακών μέχρι τον Νοέμβριο του 1943, οπότε τα Τάγματα Ασφαλείας προχώρησαν σε εκκαθαρίσεις. Έτρεχαν κι εκείνοι που μετέφεραν αντιστασιακό υλικό, για να το ρίξουν στις τουαλέτες ή να το μασήσουν και να το καταπιούν βιαστικά. Οι Γερμανοί επιχείρησαν να ανακρίνουν τον πρόεδρο του Συλλόγου Σπύρο Καλημέρη, ο οποίος αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις τους, και γι’ αυτό τον κακοποίησαν. Ερεύνησαν παντού, για να εντοπίσουν τον ομιλητή Φάνη Παπαγεωργίου, τον οποίο και τελικά βρήκαν. Εξανάγκασαν όλους ανεξαιρέτως τους συγκεντρωμένους να βαδίζουν όρθιοι επί ώρες, με τα χέρια ψηλά, σε έναν τεράστιο κύκλο συνταγμένοι ανά δυάδες. Δεν άφηναν κανέναν να ξεφύγει από τον κύκλο. Δεν επέτρεπαν να μιλά ο ένας στον άλλον. Χίλια πεντακόσια άτομα συγκεντρωμένα… και νεκρική σιγή. Μόνο τα ονόματα αυτών που φώναζε ο αξιωματικός των Ες Ες ακούγονταν. Είναι άγνωστο μέχρι σήμερα ποιος είχε εφοδιάσει τους Γερμανούς με αυτόν τον κατάλογο. Κτυπούσαν ακόμη και τις γυναίκες, για να μαρτυρήσουν τους υπαίτιους της συγκέντρωσης. Οι ώρες περνούσαν, έφθασε το βράδυ. Οι μανάδες, οι πατεράδες, οι σύζυγοι και οι συγγενείς των έγκλειστων υπαλλήλων της Τράπεζας, που αψήφησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας, είχαν μαζευτεί λίγο μακρύτερα από τo τετράγωνο της Τράπεζας και περίμεναν την απελευθέρωση των εγκλείστων. Στις οκτώ το βράδυ, οι Γερμανοί έδωσαν εντολή να φύγουν οι γυναίκες. Οι άνδρες παρέμειναν. Οι Γερμανοί άρχισαν τις συλλήψεις. Συνέλαβαν και τον διοικητή Θ. Τουρκοβασίλη, ο οποίος αναγνώρισε ότι είχε δώσει την έγκριση του για την τελετή και ζήτησε να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη. Η στάση του ήταν πολιτικά ορθή, αντίστοιχη των περιστάσεων και ανάλογη με τη θέση που κατείχε, ως επικεφαλής όχι μόνο του εκδοτικού ιδρύματος της χώρας αλλά και των εργαζομένων σε αυτό. Ανέλαβε τις ευθύνες του. Όμως, στο σημείο αυτό ανακύπτει και ένα ερώτημα: με ποιον τρόπο είχε δώσει την έγκριση του για τη διεξαγωγή του εορτασμού ο Τουρκοβασίλης; Από τα διαθέσιμα στοιχεία και τα Πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου προκύπτει ότι δεν είχε δώσει εγγράφως την έγκρισή του για την πραγματοποίηση της εκδήλωσης. Όμως, οι αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος, που κατέθεσαν αργότερα γραπτώς τις μαρτυρίες τους, δήλωσαν ότι ο Τουρκοβασίλης είχε ενημερωθεί προηγουμένως και είχε δώσει την έγκριση του για τη διεξαγωγή της τελετής. Προφανώς, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου, που είχε μέλη ΕΑΜίτες, και ο Θ. Τουρκοβασίλης, που εκπροσωπούσε τη Διοίκηση της Τράπεζας, δεν θα επιθυμούσαν με κανέναν τρόπο η έγκριση αυτή να δοθεί επισήμως και εγγράφως.
Οι Γερμανοί ξεχώρισαν τα θύματα και, μαζί με τον Θ. Τουρκοβασίλη, τους οδήγησαν όλους πρώτα στην έδρα των Ες Ες, στην οδό Μέρλιν, και έπειτα, την αυγή της 29ης Οκτωβρίου 1943, στις Φυλακές Αβέρωφ. Εκείνο το βράδυ οι συλληφθέντες θα πρέπει να ήταν περίπου 30. Στις Φυλακές Αβέρωφ μετήχθη και ο Ηλίας Μέλλος, ο γνωστός συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, ο οποίος ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα.
Την επόμενη ημέρα, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί άφησαν τους υπόλοιπους να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά με τη διαταγή ότι στις 8 το πρωί θα επιστρέψουν στα γραφεία τους. Το ερώτημα «Ποιος έστειλε τους Γερμανούς στην Τράπεζα της Ελλάδος;» έχει μείνει μέχρι σήμερα αναπάντητο.
Επρόκειτο για ανοικτή εκδήλωση θαρραλέας πράξης αντίστασης εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Τα γερμανικά Ες Ες έκαναν εσωτερικό μπλόκο στο Ίδρυμα που ήταν η καρδιά του οικονομικού συστήματος, στο Ίδρυμα που είχε πλημμυρίσει από δυναμικούς αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Στην Εθνική Τράπεζα η τελετή του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου δεν είχε θύματα. Την ίδια ημέρα, ανενόχλητοι οι υπάλληλοι της Τράπεζας Αθηνών συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη αίθουσα συναλλαγών στις 12 το μεσημέρι και εόρτασαν την εθνική επέτειο με ομιλίες. Την επομένη, που πληροφορήθηκαν την εισβολή των Ες Ες στην Τράπεζα της Ελλάδος, τήρησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας δεκάλεπτα αργία.
Η νέα Διοίκηση και οι αλλαγές στην Τράπεζα της Ελλάδος
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ στην Τράπεζα της Ελλάδος μεταβάλλεται ριζικά μαζί με τη νομισματική πολιτική των Γερμανών. Η «επιχείρηση χρυσού» ξεκινά στην Ελλάδα, αποτελώντας το πιο σημαντικό αντικείμενο κερδοσκοπίας και την πιο δημοφιλή επένδυση.
Ο υποδιοικητής Σπύρος Χατζηκυριάκος ανέλαβε ως διοικητής τα ηνία της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 1944. Ένας φυγάς χρηματιστής, ο Κωνσταντίνος Αλικάκης, μιλώντας στους Βρετανούς, αναφέρει και το όνομα του διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος Σπύρου Χατζηκυριάκου μεταξύ των χρηματιστών τους οποίους κατονόμασε ως «φίλους του Τσιρονίκου», οι οποίοι ασκούσαν άγρια κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος της χώρας.
Επισημαίνεται ότι λίγες ημέρες μετά την εισβολή των Γερμανών στην Τράπεζα της Ελλάδος, στις 15 Νοεμβρίου 1943, ξεκίνησε η οργανωμένη, μαζική αποστολή χρυσών λιρών στην Ελλάδα. Σχετικά με τα έξοδα κατοχής και στρατωνισμού, τα πράγματα αλλάζουν με τη ρηματική διακοίνωση της 25πς Οκτωβρίου 1943.
Οι προκαταβολές της Ελληνικής Κυβέρνησης προς την Ιταλία για τα έξοδα κατοχής και στρατωνισμού, με βάση τη Συμφωνία της Ρώμης, της 14ης Μαρτίου 1942, και τη συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου 1942, θα καταβάλλονται στο εξής στη Γερμανία.
Ο Επ. Χατζηκυριάκος είχε ενεργοποιήσει στην Τράπεζα τον δικό του μηχανισμό και είχε έρθει σε ρήξη με τον Θ. Τουρκοβασίλη, ο οποίος τον χαρακτήριζε ως «ψευτοδιοικητή» και «συνειδητό όργανο των Γερμανών».
Από μία μεγάλη μερίδα εργαζομένων που συμμετείχαν στην Αντίσταση και στο ΕΑΜ ο Χατζηκυριάκος χαρακτηρίζεται ως πειθήνιο όργανο των Γερμανών, σκαιό και εμπαθές, που εποφθαλμιούσε τη Διοίκηση της Τράπεζας, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες ήταν ταυτοχρόνως και μέλος της Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης (ΕΣΠΟ) και στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος των Ναζί Κάποιοι προχωρούν ακόμη περισσότερο – υποψιάζονται ότι αυτός κάλεσε τα Ες Ες στην Τράπεζα.
Τα ίχνη του Σπύρου Χατζηκυριάκου χάθηκαν. Η δακτυλογραφημένη μελέτη του Γερμανού επιτρόπου στην Τράπεζα της Ελλάδος, Hahn, δεν περιέχει καμία λεπτομερή αναφορά για τη στενή συνεργασία του με τον Χατζηκυριάκο. Αναφέρεται απλώς στη «στήριξη από μέρους του της χρηματοδότησης της Βέρμαχτ στο τελευταίο στάδιο του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τον Νίκο Μαυράκη, ακολούθησε τους Γερμανούς, συνελήφθη από αυτούς και εκρατείτο ως υπόδικος, για να δικαστεί από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Ο ίδιος ο Μαυράκης κατέθεσε ως μάρτυρας στο κλιμάκιο του Στρατοδικείου της Νυρεμβέργης, που είχε έρθει στην Αθήνα.
Η τρομοκράτηση των εργαζομένων ξεκινά
ΤΗΝ 1 η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1943, με την υπ. αριθμ. 131 ημερήσια διαταγή και τις υπογραφές των υποδιοικητών Α. Παπαδημητρίου και Σπ. Χατζηκυριάκου, απαγορεύονται: η κυκλοφορία μη υπηρεσιακών φυλλαδίων ή σημειωμάτων, ιδιοχείρων ή γραμμένων στη γραφομηχανή, η έξοδος των υπαλλήλων από την Τράπεζα χωρίς ειδική έγγραφη άδεια, η παραμονή τους στους διαδρόμους, η παρουσία τους στην Τράπεζα κατά τις μη εργάσιμες ώρες, οι επισκέψεις προσώπων ξένων προς την υπηρεσία και η συνομιλία τους με τους υπαλλήλους, η διενέργεια εράνων ή λαχείων χωρίς την έγκριση της Διοίκησης και η χρησιμοποίηση γραφομηχανών, γραφικής ύλης και κάθε είδους χαρτιού για μη υπηρεσιακούς σκοπούς. Ειδικά για τις γραφομηχανές, η διαταγή προέβλεπε ότι έπρεπε, μετά το πέρας των εργασιών, να καλύπτονται με τα καλύμματα τους, να κλειδώνονται και να παραδίδονται τα κλειδιά τους στους προϊσταμένους-τμηματάρχες. Οι αντιστασιακές οργανώσεις για την σύνταξη των προκηρύξεων προμηθεύονταν χαρτί από την Τράπεζα και χρησιμοποιούσαν τις γραφομηχανές της.
Αψηφώντας τα μέτρα και τις απαγορεύσεις, οι εργαζόμενοι συσπειρώθηκαν ακόμη περισσότερο στο συλλογικό τους όργανο και κινητοποιήθηκαν αμέσως για την τύχη των συλληφθέντων και τη συμπαράσταση των οικογενειών τους. Ο Σύλλογος έδινε τρόφιμα στους συγγενείς των κρατουμένων και τσιγάρα. Καρπός της κινητοποίησης ήταν ότι, ύστερα από έναν μήνα, αφέθηκαν ελεύθεροι οι Ηλίας Βενέζης και Ηλίας Αναστασιάδης, καθώς και -μερικές ημέρες αργότερα- οι Μιχάλης Πουσκούρης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου, και Κρίτωνας Ελευθεριάδης. Ο Σύλλογος ανέθεσε την υπεράσπιση των κρατουμένων στον δικηγόρο Ιω. Σόντη και τη γενική διαχείριση του ζητήματος στον δικηγόρο Ματσούκα. Τελικά, στο ειδώλιο κάθισαν οι εξής οκτώ: Ν. Μαυράκης, Φ. Παπαγεωργίου, Α. Οικονομόπουλος, I. Γουλιέλμος, Γ. Κρικέλης, Β. Κακαράντζας, Σοφία Μαυράκη και Μαίρη Σισμανώφ. Η δίκη άργησε, επειδή η υγεία των δύο γυναικών, της Μαίρης Σισμανώφ και της Σοφίας Μαυράκη, ήταν κλονισμένη και έφεραν σημάδια από τα βασανιστήρια στις ανακρίσεις. Οι γυναίκες αυτές από την οδό Μέρλιν είχαν μεταφερθεί στο Εμπειρίκειο, πρώην αναμορφωτήριο, το οποίο είχε μετατραπεί σε γυναικεία φυλακή. Στη συνέχεια, μέχρι να φύγουν τα σημάδια, μεταφέρθηκαν στο Πολιτικό Νοσοκομείο, στο οποίο συναντήθηκαν με τον Φ. Παπαγεωργίου και τον I. Γουλιέλμο, που εγκλεισμένοι νοσηλεύονταν εκεί.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1943, στις Φυλακές Αβέρωφ έγινε η δίκη «κεκλεισμένων των θυρών» από το Έκτακτο Στρατοδικείο. Κόσμος πολύς -συγγενείς και συνάδελφοι- είχε συγκεντρωθεί έξω από τις φυλακές. Ο εισαγγελέας στην αγόρευση του πρότεινε την εις θάνατο καταδίκη για τους: Φ. Παπαγεωργίου, Β. Κακαράντζα και Μ.Σισμανώφ. Για τους υπόλοιπους πρότεινε να τους επιβληθεί 10ετή ειρκτή. Όταν ο πρόεδρος του Στρατοδικείου έδωσε τον λόγο στους κρατουμένους, όλοι μίλησαν θαρρετά, αντιμετωπίζοντας με ψυχραιμία την ποινή τους. Η απόφαση, που εκδόθηκε αυθημερόν, καταδίκαζε τους: Φ. Παπαγεωργίου, Β. Κακαράντζα και Μ. Σισμανώφ σε 15ετή ειρκτή, ενώ τους: Ν. Μαυράκη, Σ. Μαυράκη, Γ. Κρικέλη, I. Γουλιέλμο και Α. Οικονομόπουλο σε 10ετή ειρκτή. Από αυτούς ο Β. Κακαράντζας και ο Γ. Κρικέλης εκτελέσθηκαν στα στρατόπεδα της Γερμανίας. Ο Ν. Μαυράκης, ο οποίος γλίτωσε τραυματισμένος, ως εκ θαύματος, από τη χαριστική βολή, και η γυναίκα του, Σ. Μαυράκη, μεταφέρθηκαν στις φυλακές Στάιν της πόλης Κρεμς, έξω από τη Βιέννη. Όταν οι Ρώσοι μπήκαν στην πόλη, βρήκαν ζωντανό τον Ν. Μαυράκη, τον οποίο και περιέθαλψαν. Τελικά επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα του, η οποία ήταν σε άλλο, γειτονικό στρατόπεδο. Ο Φ. Παπαγεωργίου και ο I. Γουλιέλμος, που κρατούνταν άρρωστοι στο ειδικό τμήμα για τους φυλακισμένους στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, απελευθερώθηκαν μαζί με τους άλλους συγκρατούμενους τους στις 30 Σεπτεμβρίου 1944 από τους άνδρες του ΕΛΑΣ. Οι συγγενείς της Μ.Σισμανώφ είχαν πληροφορηθεί, μέσω της Υπηρεσίας Αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, μετά την Απελευθέρωση, ότι αυτή είχε επιζήσει στις γυναικείες φυλακές του Κρεμς. Η Σισμανώφ επέστρεψε στην Αθήνα στις 4 Αυγούστου 1945.
Ο Θ. Τουρκοβασίλης κρατήθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, ανακρινόμενος επί τρεις μήνες, και δικάστηκε αργότερα, χωριστά από τους άλλους. Σχολιάζοντας τη στάση των Γερμανών, δήλωσε: «Θα εξετέλουν εμέ χωρίς αμφιβολίαν, εάν δεν επληροφορούντο ότι τας ημέρας εκείνας είχεν κατακρεουργηθή ο αδελφός μου, βουλευτής και αυτός, από τα άλλα τέρατα τα οποία λέγονται Έλληνες κομμουνισταί».
Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος άρχισαν να πυκνώνουν τις παραμονές της Απελευθέρωσης. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1944, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου αποφάσισε συμμετοχή στην παντραπεζική απεργία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το γεγονός ότι υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, που συνελήφθη από τα Τάγματα Ασφαλείας, βρέθηκε νεκρός και «απαισίως κατακρεουργηθείς».
Στις 3 Οκτωβρίου 1944, οι εργαζόμενοι στην Τράπεζα της Ελλάδος κατέβηκαν σε απεργία μίας ημέρας, που προκηρύχθηκε από την ΕΣΤΟ, μαζί με τους υπόλοιπους τραπεζικούς υπαλλήλους, για την ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων τους και την «άρσιν όλων των καταθλιπτικών κατά του λαού πιεστικών μέτρων».
Αρκετοί από τους εργαζομένους στην Τράπεζα της Ελλάδος συνελήφθησαν από τις Αρχές της Κατοχής, βασανίστηκαν και πέρασαν από στρατοδικεία και φυλακές- έφθασαν μάλιστα μέχρι και την Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου, ως εξόριστοι, τον Δεκέμβριο του 1944. Άλλοι, πολύ περισσότεροι, πέρασαν στην παρανομία. Το κίνημα της Αντίστασης γιγαντωνόταν στην Τράπεζα μαζί με την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση στους κρατούμενους αγωνιστές και στις οικογένειες τους. Στην Απελευθέρωση το ΕΑΜ των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος υποδέχθηκε τους Συμμάχους. Στην πρόσοψη του κτιρίου, κάτω από την ελληνική σημαία και πάνω από την αγγλική και τη ρωσική, αναρτήθηκε λάβαρο που έγραφε: «Καλώς ήλθατε. ΕΑΜ Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος». Απέξω το πλήθος πανηγύριζε.
Το 1944, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου εορτάσθηκε επίσημα. Ο λόγος που εκφώνησε ο εκπρόσωπος του ΕΑΜ αναφέρεται με υπερηφάνεια στη συμμετοχή των υπαλλήλων στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, αποδίδει τιμή στους υπαλλήλους που αντιστάθηκαν σθεναρά στα Ες Ες και σχολιάζει τη στάση του Θ. Τουρκοβασίλη: «[…] που καίτοι είχε έλθει με σκοπόν να κτυπήση το απελευθερωτικό Μέτωπο στην Τράπεζα, καίτοι ήτο Διοικητής της Κατοχής, την τραγική εκείνη ημέρα στάθηκε Έλληνας σε δύσκολες για τους υπάλληλους στιγμές, παίρνοντας μέρος της ευθύνης επάνω του, ευθύνης που δεν είχε».
2 Responses
Μπράβο Γιώργο. Είναι κρίμα που τόσοι πολλοί χωριανοί μας άγνωστοι σε μας τους νεώτερους να μην ξέρουμε τον αγώνες τους που έκαναν για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα την ελευθερία. Τιμή και δόξα. Αιωνία τους η μνήμη.
θερμά συγχαρητήρια Γιώργο!ρίχνεις φως στις κρύπτες της Ιστοριας!