ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η ληξιαρχική πράξη αρ.23 του 1944 γράφει: «Εν τη οδώ Τρικάλων-Πουλιάνας, την τριακοστήν πρώτην του μηνός Αυγούστου ημέραν Πέμπτην και ώραν 2 μετά μεσημβρίαν του 1944 απεβίωσεν ο Νικόλαος Β. Λάζος κάτοικος Δρακότρυπας ηλικίας ετών 21. …Ο θάνατός του κατά την πιστοποίησιν του ιερέως που τον ενταφίασε επήλθεν εκ διαμπερούς τραύματος εις την κεφαλήν δι’ όπλου υπό των Γερμανών». Ήταν ο αρχηγός της οικογένειας της χήρας Σταθούλας Β. Λάζου.

Η ΚΑΤΟΧΗ
Ο πατέρας του, ο Βασίλης Ι. Λάζος, είχε φύγει απ’ τη ζωή πριν από δύο περίπου χρόνια στις 14/11/1942. Γεννημένος το 1894 είχε μεταναστεύσει νεαρός στην Αμερική, από την οποία επέστρεψε μετά από λίγα χρόνια για να υπηρετήσει την εμπόλεμη πατρίδα. Έζησε από κοντά τον εγχώριο διχασμό, γνώρισε την ολιγόμηνη Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, έφτασε θριαμβευτής στα βάθη της Μικράς Ασίας και γύρισε μετά από έξι σχεδόν χρόνια πικραμένος στο χωριό του.
Με τη συντρόφισσά του τη Σταθούλα κόρη του Κίτσιου Πάντου –το Σταθούλι του- όπως χαϊδευτικά και κόντρα στην εποχή του την αποκαλούσε, ο Βασίλης Λάζος έκανε οχτώ παιδιά. Στο Εσκή Σεχήρ ήταν όταν πληροφορήθηκε ταχυδρομικώς την γέννηση του πρώτου παιδιού, της Βαγγελής, και την πρωτόειδε όταν εκείνη πια περπατούσε. Ο Νίκος ήταν δευτερότοκος. Ανάμεσα σ’ αυτόν και στους δύο ακόμα επιζήσαντες γιους τους το Γιώργο και το Διονύση, πέρασαν πολύ σύντομα απ’ τη ζωή ακόμα τέσσερα παιδιά. Πρόεδρος για κάποιο διάστημα της κοινότητας, ψυχή του αγροτικού συνεταιρισμού του χωριού, ζυμωμένος με τις σοσιαλιστικές ιδέες, πρωτοστάτησε στους αγώνες για την δημιουργία συνεταιριστικού κινήματος και την εξαγορά των βοσκότοπων των βουνών που τους λυμαίνονταν ξένοι μεγαλοτσελιγκάδες.

Το φθινόπωρο του 1937 έσπασε σε ατύχημα και τα δύο του πόδια. Την άνοιξη και προτού ακόμα γίνει καλά για να μπορέσει να περπατήσει, έσπασε το πόδι της και η γυναίκα του. Και οι δυο ανήμποροι να σταθούν στα πόδια τους. «Χμ, Σταθούλι. Βάλτο φωτιά τώρα το σπίτι!»
Όμως το σπίτι δεν πήρε τότε φωτιά. Έπρεπε να περάσουν λίγα ακόμη χρόνια. Στις 8 και 9 Ιούνη του 1943 εκδηλώθηκε μεγάλη ιταλική επίθεση εναντίον του ΕΛΑΣ στις περιοχές Πόρτας και Μουζακίου. Στρατιωτικά ιταλικά τμήματα έφτασαν και στη Δρακότρυπα. Ανάμεσα στα σπίτια που πυρπόλησαν ήταν και της χήρας Σταθούλας.
Με αυξημένες πλέον υποχρεώσεις ο μεγαλύτερος γιος, ο Νίκος, έτρεχε στα καμποχώρια όπου δούλευε κοντά στους μαστόρους, γύριζε στο χωριό να σκάψει και να οργώσει τα λιγοστά κουτσοχώραφα και προσπαθούσε να διαμορφώσει σε σπίτι τον στάβλο, που αναγκάστηκαν να μοιραστούν με την αγελάδα, το γάιδαρο και τις κότες. Και φυσικά, όπως το ήθελε η εποχή και η ανατροφή από τον πατέρα, ήταν οργανωμένος στην ΕΠΟΝ στην οποία κατείχε το αξίωμα του γραμματέα της οργάνωσης του χωριού.
Η μετάβασή του στα Τρίκαλα στο έβγα του καλοκαιριού, όπου λέγεται ότι είδε και άκουσε πράγματα που «δεν έπρεπε να δει ούτε έπρεπε να ακούσει» στάθηκε μοιραία. Ενώ πλέον ο πόλεμος είχε κριθεί και οι Γερμανοί και οι μετρούσαν τις τελευταίες τους μέρες στην περιοχή, μια ομάδα Γερμανών και ταγματασφαλιτών (Εασαδίτες) συνέλαβαν το Νίκο κατά την επιστροφή του κοντά στον Καραβόπορο. Οι διαδικασίες ήταν συνοπτικές. Τον δολοφόνησαν επί τόπου. Τον βρήκαν, τον φόρτωσαν σ’ ένα κάρο και τον έθαψαν στο Φλαμούλι κάτοικοι της περιοχής. Αργότερα μαθεύτηκε πως δολοφόνος ήταν ένας γερμανοτσολιάς. Ήθελε, λέει, να δοκιμάσει το όπλο που του χάρισαν οι Γερμανοί!

Χρόνια πολλά αργότερα, πολιτικός πρόσφυγας ο Γιώργος, ο αδερφός του Νίκου, γράφει σε γράμμα του από την Ουγγαρία:
«…Ξεκινήσαμε με τη μάννα μου –τη λεβέντισσα- να βρούμε τον Νίκο. Μπροστά μας ζούσε ακόμα, νέος 21 χρονών, όμορφος, χαμογελαστός. Αμίλητοι, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του βαδίζαμε στον ξεραμένο κάμπο. Ρωτώντας και ξαναρωτώντας φθάσαμε στον ματωμένο τόπο του τραγικού χαμού. Δεν βρήκαμε τίποτα. Η συμπόνοια των άγνωστων χωρικών μας οδήγησε στο Φλαμούλι –έξω απ τα Τρίκαλα. Είναι ζωντανή μπροστά μου η τραγική σκηνή. Η πληγωμένη μάνα σκάβει με τα ματωμένα της δάχτυλα τον νωπό τάφο να βρει το χαμένο παιδί της…»
Και συμπληρώνει με παράπονο η ογδονταπεντάχρονη σήμερα αδερφή του Βαγγελή: «Στις εθνικές γιορτές που βάζουν στεφάνια στο ηρώο, με πιάνει το παράπονο και φεύγω πικραμένη και κλαμένη. Ποτέ, κανένας, δεν θυμήθηκε αυτά τα παιδιά που χάθηκαν. Όλοι ξέρουν κι όλοι κάνουν πως ξεχνούν πως ο αδερφός μου ήταν θύμα των γερμανών!»
Χωρίς σπίτι και με το γιο της θαμμένο σ’ έναν πρόχειρο λάκκο, η Βασιλ-Λάζαινα γνώριζε πλέον πολύ καλά ότι, φασισμός σημαίνει θάνατος. Διηγείται η ίδια:
«Μια μέρα ξεκίνησα για τα Τρίκαλα. Έφτασα με τα πόδια στο Μουζάκι Ήταν ένα κρύο και μια παγωνιά, Παναγία βόηθα! Μόλις πρόλαβα το αυτοκίνητο κι ανέβηκα απάνω να κάτσω στη θέση «Πω πω πω ρε παιδιά, τι κρύο είναι αυτό! Θάνατος, φασισμός» είπα εγώ. Ο χωροφύλακας παρά δίπλα έκανε σαν να μην άκουσε, αλλά ο Ν.Καρ. με αγριοκοίταξε και μου ΄πε «Θα σε δώσω μία να σε πετάξω κάτω απ’ το αυτοκίνητο».
ΟΙ ΕΞΟΡΙΕΣ
Ακολούθησαν τα σκληρά χρόνια του εμφυλίου. Πληροφορημένος για άσχημες προθέσεις σε βάρος της ζωής του, ο Γιώργος Λάζος, ακολουθεί το πρώτο τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού που πέρασε απ’ το χωριό. Ήταν 12 του Μάρτη του 1949.
Εκείνα τα χρόνια όμως το να χεις γιο στο βουνό, ήταν σαν να είχες υπογράψει την καταδίκη σου. Όσο κι αν έλεγε η χαροκαμένη μάνα πως τον γιο της τον πήραν οι αντάρτες για να γλυτώσει απ’ τις διώξεις και η ίδια και ο δεκαεφτάχρονος Διονύσης που της απέμεινε, κανείς δεν την πίστευε. Οι απειλές και οι έρευνες στο σπίτι της -μη τυχόν κι έκρυβε αντάρτες!- ήταν συχνές. Η παρουσία τους στο χωριό ίσως και να αποτελούσε και πρόκληση. Γρήγορα φρόντισαν να απαλλαγούν και από τους δύο. Να πως τα διηγείται η ίδια:
«Στο Τρίκερι πήγα την Πρώτη απ’ τον Αλωνάρη. Γιατί με πήραν; Εγώ δεν ξέρω γιατί με πήραν, ο πρόεδρος που ήταν τότε ξέρει. Ήρθαν χαραή. Χτύπησαν την πόρτα, σηκώθηκα και βγήκα όξω εγώ.
– Εσύ’σαι η Λάζαινα;
– Ναι, είπα εγώ.
– Το παιδί σ’ πού το ’χεις;
– Μέσα κοιμάται.
– Ξύπνα τον να πάμε στο σχολείο να δώκετε μια ανάκριση. Και βάλε και λίγο ψωμί στον τροβά.
-Θα πάμε στο σκολείο και θα βάλω ψωμί, γιε μ’;
-Ε, από καλού απ’ αχαμνού βάλε.
Έβαλα λίγο ψωμί, είχα βαρέσει και το γάλα αποβραδίς κι είχα το βούτυρο σε μια σουπιέρα, η γελάδα δεμένη, το μοσχάρι δεμένο απ’ όξω, η Παναϊώταινα (σύζ.Παν.Λάζου) κοιτούσε απ’ το μπαλκόνι «να κοιτάς εδώ τα πράματα μη τυλιχτούν» της είπα. Αυτή σκιάχτηκε μη την πάρουν κι αυτήν και μπήκε μέσα….
Φτάνουμε στο Καλετσαίικο τ’ αλώνι, «περιμέντε με εδώ, να πάω να πώ την κόρη μ’» τους είπα.
-Σκωθείτε, το σπίτι είναι ανοιχτό, εμένα και το Διονύσ’ μας πήραν και μας πααίνουν στο σχολείο.
Σκώθηκε ο Φώτης, πήγε βρήκε τον Τέλη (Καπερώνη) -είχαν πάρει την Τασιολάμπραινα (Αργύρω συζ. Αναστ.Αθανασίου) και τη Φτυχούλα – παν δεξιά, παν αριστερά, τίποτα. Μας πήγαν στο σχολείο, αρχινάει η Φτυχούλα να κλαίει άμα ήβλεπε κάνα χωριανό που πέρναγε, πέρασε ο μακαρίτης ο αδερφός μου ο Μήτρος προς τα κάτ’ και κοιτούσε κι αυτός και φοβόταν ο έρμος μη τον πάρουν κι αυτόν μέσα…
Κλαίει, κλαίει η Φτυχούλα, μας παίρνει ο Τ.Κ. μας πάει στο σπίτι. Ήταν κι ένας χωροφύλακας απ’ την Τύρνα. Έκλαιγαν τα κορίτσια έκλαιγε κι αυτός. Η μάννα τ΄ η καημένη «πήραν χήρα γυναίκα, πήραν το λιανοπαίδι!» έσκουζε. Φτάνει η Τασιούλα (συζ. Χρυσ. Πούλιου) από πάνω «… πήρες τ’ γυναίκα και το λιανοπαίδι» ούρλιαζε. –«Δεν ξέρω, δεν ξέρω» απάντησε ο πρόεδρος.
Τρώμε εκεί, μας παίρνουν το βράδυ μας παν στην Αστυνομία στο Μουζάκι. Μαζεύκαν εκεί απ’ το Μαυρομάτι, απ’ το Ζερέτσι, απ’ την Πορτή, από διάφορα χωριά. Είχα και το Διονύση, «μάνα, θέλει κι ο Χαρίλας ψωμί»! Ο Χαρίλας ήταν ένα παιδί στο κρατητήριο κι αυτός και πείναγε ο δόλιος.
Είχε μια δροσούλα την Κυριακή το πρωί, και να κορνάρουν και να σκούζουν τ’ αυτοκίνητα όξω απ’ την Αστυνομία, και μας βάζουν μέσα για το Βόλο. Μας πέρασαν απ’ τα Τρίκαλα απ’ το στρατόπεδο, μας είδε ο δάσκαλος ο Παπαδόπουλος που ήταν παλιά στο χωριό «Κι εσύ εδώ Λάζαινα;» Αρχινάν τα κορίτσια τα ξενιτ’κά, αρχινάμε όλες εκεί και να κλαίμε κι έκλαιγαν μαζί με μας κι οι χωροφυλάκοι. Σταματάμε στο Βόλο, μας κατεβάζουν εκεί, τα παιδιά δεν τα κατέβασαν, τα παν για τη Μακρόνησο. Να κατεβούμε να χαιρετήσουμε τα παιδιά, δε μας άφηκαν.

Εμείς το βράδυ εφτασάμαν στο Τρίκερι. Ήταν ένα στρατόπεδο εκεί γυναικείο. Η Διοίκηση ήταν σ’ ένα μοναστήρι.
-Τώρα γυναίκες θα φάτε κι αύριο θα σας πάμε στο μοναστήρι να φτιάξουμε σκηνές και φαΐ. Μας πήραν το πρωί και μας πήγαν, έφτιαξαν σκηνές, να τις ασβεστώνουμε εμείς οι αρμάδες, σήμερα έρχεται η επιτροπή, αύριο έρχεται η επιτροπή, να καθαρίζουμε τις σκηνές, να ναι καθαρές.
Εγώ δε σκιάχτηκα καθόλου δυόμισι μήνες που έκατσα εκεί. Τι θα μας κάνουν; έλεγα. Η Τασιολάμπραινα η μακαρίτσα έλεγε: –Βασίλαινα θα μας σφάξουν μαζί μέσ’ στη θάλασσα.
–Τόσο καλύτερα, γελούσα εγώ, θα πλυθούμε κιόλας.»
Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Η Βασιλ-Λάζαινα γύρισε στο χωριό το φθινόπωρο και από πού να ξαναρχίσει να συμμαζέψει τα απομεινάρια της ζωής. Ο γιος της ο Διονύσης γύρισε απ’ τη Μακρόνησο μετά τα Χριστούγεννα. Κάθε τόσο την καλούσαν στην αστυνομία και στα ΤΕΑ για ανάκριση, να τους πει που είναι ο «καπετάνιος» ο Γιώργος της. Η καημένη, το πρώτο του γράμμα, απ’ το οποίο έμαθε πως βρίσκεται στη ζωή, το έλαβε μέσω του Ερυθρού Σταυρού μετά από δύο ολόκληρα χρόνια, το 1951!

Τραυματίας και εξουθενωμένος εκείνος, μετά από ταλαιπωρία μηνών στο βουνό, έφτασε μέσω Αλβανίας στην Ουγγαρία. Αφού νοσηλεύθηκε μήνες πολλούς σε νοσοκομεία και σανατόρια, εγκαταστάθηκε στο «Ελληνικό Χωριό» που έχτισαν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες καταμεσής στον ουγγρικό κάμπο και που αργότερα, μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, πήρε το όνομά του. Ηγετική προσωπικότητα ανάμεσα στους Έλληνες στη φιλόξενη αυτή χώρα, ο Γιώργος Λάζος ήταν ο άνθρωπος που έδωσε τη ζωή του για να διατηρηθεί ο ελληνισμός στις ψυχές των χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν, έζησαν, μορφώθηκαν και πολλοί απ’ αυτούς άφησαν τα κόκαλά τους στο ελληνικό αυτό χωριό.
Τα τελευταία χρόνια μετά τις αλλαγές και τις ανακατατάξεις στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες επισκέπτονται το «ελληνικό χωριό». Ένα χωριό όμως, στη μεγάλη του βέβαια παρακμή, μια που τώρα που μείνανε πολύ λίγοι Έλληνες. Πάνε περίπου δέκα χρόνια που ο Μητροπολίτης Αυστρίας και Έξαρχος Ουγγαρίας εγκαινίασε τον ιερό ναό του χωριού. Ποιος όμως από τις πέντε περίπου χιλιάδες Έλληνες που έζησαν εκεί και από τους αμέτρητους επισκέπτες του, μπορεί να αρνηθεί, ότι και χωρίς εκκλησία και χωρίς παπά ο Μπελογιάννης ήταν το πιο ελληνικό χωριό; Ποιος θα καταθέσει τη μαρτυρία, ότι στα πρώτα και στα πιο δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 που ήταν σπάνια τα ραδιόφωνα, ο Γιώργος Λάζος, Χριστούγεννα και Πάσχα έβαζε τα μεγάφωνα των κομματικών γραφείων να μεταδίδουν τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία και τους αναστάσιμους ύμνους από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας; Και ποιος άραγε θα απολογηθεί στους μαρμάρινους σταυρούς του κοιμητηρίου του Μπελογιάννη για τον διωγμό και την εγκατάλειψη;
Στερημένος δυο φορές την ελληνική ιθαγένεια, ο Γιώργος Λάζος ήρθε για πρώτη φορά στην πατρίδα του και πρόλαβε ζωντανή τη μάνα του, το 1981, μετά από τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια. Τον Μάρτη του 1990 ο «Λαζογιώργης», ο άνθρωπος που σχεδόν ταύτισε το όνομά του με τον τόπο που έζησε, ο φιλοξενούμενος του ουγγρικού κράτους που επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες δεν δέχτηκε να πάρει την ουγγρική υπηκοότητα, ο άπολις αυτός που τιμήθηκε από την Ουγγρική Βουλή με ανώτατη τιμητική διάκριση, άφησε την τελευταία πνοή στη χώρα που έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Μπελογιάννη.

Με συγκίνηση τον θυμούνται οι χωριανοί του οι Μπελογιαννίτες. Και όταν βλέπουν και ξαναβλέπουν το ήρεμο χαμόγελό του στη θαυμάσια ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου «Καλή Πατρίδα, Σύντροφε», του στέλνουν τα χαιρετίσματα:
-«Καλή πατρίδα, σύντροφε. Κι αν κάνει πολύ κρύο εκεί που είσαι δίπλα στον Δούναβη, κι αν κάνει κρύο εκεί που είναι ο Νίκος δίπλα στον Πηνειό, ας μη τρομάζει η Βασιλ-Λάζαινα. Δε θα ξανάρθει ο φασισμός!»
Σημείωση:Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος της Καρδίτσας» την 1/9/2000
One Response
Μυθιστορηματική ζωή!σε θαυμάζω που τίμησες και απαθανάτισες τα δεινά της οικογένειας σου!