Οι συγχωριανοί μας στρατιώτες του ’40 θυμούνται…
Στις 28 Οκτωβρίου 1983 ο αγαπητός μου φίλος Θανάσης Αλεξανδρής (+2021) αποδέχτηκε πρόσκλησή μου και μαγνητοσκόπησε μια ομάδα συγχωριανών μας που το 1940 ήταν στρατιώτες και πήραν μέρος σ’ αυτό που ονομάστηκε Έπος του ’40. Από την ταινία αυτή η οποία προβλήθηκε αργότερα στο χωριό, επιχειρώ να παρουσιάσω τις αναμνήσεις των πολεμιστών, συμβολή στην επέτειο του ΟΧΙ!
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήμουν στα Τρίκαλα λοχίας οπτιστής στις διαβιβάσεις. Κατά τις 4 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου λαμβάνουμε ένα κρυπτογραφικό τηλεγράφημα, το οποίο επιδώσαμε αμέσως, όπως ήταν η εντολή, στον συνταγματάρχη, ο οποίος ξενυχτούσε κι αυτός μαζί μας στο γραφείο του συντάγματος. Μόλις το διάβασε αμέσως φώναξε «κηρύχθηκε πόλεμος!» Κάλεσε τον υπασπιστή και όλους, έγινε συναγερμός και κηρύχθηκε επιστράτευση. Εγώ με την ομάδα μου βγήκαμε έξω να επιτάξουμε νομή, χόρτο δηλαδή για τα ζώα. (Χρήστος Λαμπρίδης 1919).
Το 1940 ήμουνα επιστρατευμένος και ήμουνα επάνω στα σύνορα. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, στις 6 το πρωί ήρθαν οι στρατιώτες από τα φυλάκια και πήρε τηλέφωνο ο λοχαγός στο Δαβάκη στο Επταχώρι, βαστάτε γερά οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο.
Το απόγευμα ήρθαν οι Ιταλοί από τη Σταρίτσανη και τη Μόλιστα. Εκεί πιάσαμε μια μάχη όλη την υπόλοιπη μέρα. Το βράδυ, τη νύχτα, πήρε ένα τηλέφωνο ο λοχαγός μας να οπισθοχωρήσουμε γιατί έπεσε η Φούρκα – Σαμαρίνα και όλη τη νύχτα πορεία φτάσαμε στο Κεράσοβο. Στο Κεράσοβο δεν ήταν κανένας μέσα. Πήρε ο λοχαγός μας το χάρτη και βρήκε ένα μονοπάτι στο Σμόλικα για να φύγουμε. Από κει φτάσαμε στη Βωβούσα. Εκεί σταματήσαμε και το απόγευμα έφτασαν οι Ιταλοί και δώσαμε μια μάχη. Στις 12 τη νύχτα έφτασε το 4ο της Λάρισας ενίσχυση και το πρωί χτύπησε η σάλπιγγα «προχωρείτε, προσχωρείτε!» (Δημήτριος Π. Μπάλλας 1909)
Στις 20 του Αυγούστου μας πήραν για εκπαίδευση στα νέα όπλα. Στις 28 Οκτωβρίου το βράδυ ήμουν σε εξωκλήσι στην Αγία Τριάδα ως ομαδάρχης, δεν ήμουν βαθμοφόρος αλλά έκανα χρέη ομαδάρχου. Ακούμε το βράδυ εκείνο «κηρύχτηκε πόλεμος» και ήρθε σήμα από το τάγμα. Το πρωί κατά τις εννιά βλέπουμε τους Ιταλούς να κατεβαίνουν την Πυρσόγιαννη και το απόγευμα στήνανε μια γέφυρα σε ένα ποτάμι μεγάλο. Λέει ο λοχαγός από το λόχο πυροβόλων «παιδιά θα τη γκρεμίσω». Μόλις την έκαναν με βαρέλια, τους βάνει αυτός ο λοχαγός με τα πυροβόλα και τη διέλυσε τη γέφυρα. Τέλος πάντων σύμμασε η ώρα και το βράδυ εκείνο εμείς ήμασταν πάνω απ’ την Καστάνιανη. Την άλλη μέρα οπισθοχωρήσαμε στη Σαμαρίνα. Αυτοί ρίχτηκαν εδώ κατά το μέρος το δικό μας και ήρθαν στη Σαμαρίνα. (Ηλίας Πάντος, 1912)
Το 1940 ήμουνα έφεδρος και στις 28 Οκτωβρίου υπήρχε μια διάδοση ότι θα απολυθούμε. Εγώ ήμουνα οχτώ μήνες έφεδρος. Στις 27 του μήνα μέρα Κυριακή ήρθαν τρία ιταλικά αεροπλάνα και πετούσαν από πάνω μας. Εμείς νομίσαμε ότι ήταν δικά μας και πετούσαμε τα δίκοχα από τη χαρά μας «φεύγουμε, φεύγουμε!» Αλλά το πρωί αντί να ρθουν τα απολυτήρια, ήρθαν οι οβίδες οι ιταλικές! Την ώρα που πήγαμε να πάρουμε το ρόφημα –είχαμε τα καζάνια στα ριζά από μια πλαγιά και πάρα δίπλα ήταν ένα βαρκό. Ευτυχώς οι οβίδες –τρεις οβίδες- έπεσαν μέσα στο βαρκό και δεν έσκασαν και έτσι δεν είχαμε θύματα. Αν έσκαγαν δε θα έμενε κανένας από μας.
Εμείς ήμασταν του Μηχανικού και δεν είχαμε ούτε όπλα. Ταίριασε εκείνη τη μέρα να λείπει ο λοχαγός μας που πήγε στην Καστοριά και χρέη λοχαγού έκανε ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. –Τι θα κάνουμε τώρα κύριε ανθυπολοχαγέ; -Ξέρω κι εγώ τι άλλο θα κάνουμε; Θα πολεμήσουμε, απάντησε εκείνος. Είχαμε κάτι γκράδες, πιάσαμε ένα σύρραχο και είπαμε θα ενισχύσουμε το φυλάκιο που ήταν μπροστά μας καμιά πενηνταριά μέτρα. Ρίχναμε κι εμείς καμιά σφαίρα και δίναμε θάρρος στους άντρες και πραγματικά το δικό μας το φυλάκιο δεν έσπασε. Πιο πέρα ήταν αλλά δύο φυλάκια αλλά το 25 έσπασε. Πήγαν οι Ιταλοί από ένα μέρος και οι δικοί μας αναγκάστηκαν να φύγουν. Οι Ιταλοί προχώρησαν αρκετά και έφτασαν στη Σαμαρίνα με σκοπό τα Γρεβενά. Εμάς μας πήραν από τη Φτέρη και όλη τη νύχτα με τα αμάξια και μας πήγαν στα Γρεβενά. (Στέφανος Κωστάκης)
Στη Σαμαρίνα εγώ ήμουν οπλοπυροβολητής και είχα έναν πατριώτη από δω το Σπύρο τον Κάμπα, ο οποίος ήταν γεμιστής και είχαμε μαζί το πυροβόλο χρεωμένο. Ο λοχαγός μας, Καραγιώργης Γιώργος λεγότανε, μας λέει: -Παιδιά, εσείς οι δυο θα κρατήσετε εδώ πέρα και θα αμυνθείτε για να περάσει ο λόχος, και έτσι κάναμε. Μόλις ήρθαν οι Ιταλοί κοντά τους βάλαμε και όταν τελειώσανε τα πολεμοφόδια οπισθοχωρήσαμε κι εμείς. Όταν βγήκαμε από τη Σαμαρίνα το βράδυ εκείνο , ήρθε ενίσχυση το Ιππικό Θεσσαλονίκης 1700 ιππείς. (Ηλίας Πάντος)
Μετά από δυο μέρες φύγαμε για τη Σαμαρίνα. Εκεί συναντήσαμε τον εχθρό, τους Ιταλούς και έγιναν σφοδρές μάχες και θα αναφέρω μερικά γεγονότα που χαράχθηκαν στη μνήμη μου. Εμείς ήμασταν παιδαρέλια, είκοσι χρονών παιδιά, ακάπνιστα, δεν είχαμε ιδέα από πόλεμο, αλλά σιγά-σιγά συνηθίζαμε. Εκεί στη Σαμαρίνα είδα και τον πρώτο νεκρό, αλλά δυστυχώς δεν ήταν νεκρός από σφαίρα αλλά …κουραμανοσκοτωμένος! Είχαμε καμιά βδομάδα χωρίς ψωμί και ήρθε ένα αεροπλάνο και μας έριχνε τρόφιμα, και όπως χαζεύαμε κοιτώντας το, έπεσε ένα δέμα στο κεφάλι ενός στρατιώτη και τον σκότωσε. (Χρήστος Λαμπρίδης)
Στις 28 Οκτωβρίου του ’40 ήμουνα σε ένα χωριό στον κάμπο, στην Παραπράσταινα, όπου δούλευα οικοδόμος. Χτύπησε η καμπάνα ώρα δύο το μεσημέρι. Φύγαμε με την παρέα μου και ολονυχτίς φτάσαμε στο χωριό. Τα ξημερώματα κινήσαμε απ’ το χωριό για τα Τρίκαλα να καταταγούμε. Φτάσαμε εκεί, καταταγήκαμε, μπήκαμε στο τρένο και φτάσαμε στην Καλαμπάκα. Κατεβαίνουμε, προχωράμε λοιπόν οδοιπορικώς και φτάνουμε στη Μουργκάνα. Εκεί καθήσαμε 3-4 ώρες και κατόπιν ολονυχτίς ξεκινήσαμε βαδίζοντας στην Πίνδο. Εγώ ήμουν παρατηρητής του ορειβατικού πυροβολικού. Ο στρατός μπροστά, ψηλά, πολεμούσε. Εμείς ακολουθούσαμε το πεζικό, φτάσαμε σε ένα χωριό, στο Μέγαρο Γρεβενών. Εκεί συναντήσαμε άλλα παιδιά που ήταν από πριν επιστρατευμένα και μάθαμε ότι οι Ιταλοί καθηλώθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν και ξεκινήσαμε πάλι πορεία καταδιώκοντας τους Ιταλούς. (Λάμπρος Η.Τσιρογιάννης, 1917)
Όταν έγινε η γενική επιστράτευση μας πήραν κι εμάς από δώ και λέει «επιστρατευτείτε για τι χανομέστε!» Προχωρήσαμε στην Καλαμπάκα και πιάσαμε στα σύνορα ισχυρό πόλεμο. (Γιώτας Παρασκευάς, 1913)
Οι νίκες του στρατού ήταν η μια πίσω απ’ την άλλη, πήραμε την Κόνιτσα, τη λευτερώσαμε, μπήκαμε στο αλβανικό έδαφος στο Λεσκοβίκι, το ελευθερώσαμε κι αυτό, προχωρήσαμε,Ερέσκα, Κλεισούρα, οι μάχες που γίνονταν ήταν φονικότατες, οι Ιταλοί παραδίνονταναφειδώς… Εκεί σε κάποιο ύψωμα στην Κότοβα είχα δει μια μάχη. Εκείνο το κακό που είχε γίνει εκεί, νομίζω ότι δε θα ξαναδώ παρόμοιο. Μόλις η αντάρα από τον καπνό διαλύθηκε, αυτοί ξεπετάχτηκαν, κάναν εξόρμηση, πιάσαν αιχμαλώτους πολλούς. Στο ίδιο σημείο, εκεί πιο πάνω, σ’ ένα ύψωμα ήταν και Λάμπρος Τσιρογιάννης που υπηρετούσε στο πυροβολικό με τον Βαγγέλη Τάτση. Έγινε εκεί ένας βομβαρδισμός, δεν ξέρω αν θυμάσαι Λάμπρο, σκοτωθήκαν πολλά παιδιά του πυροβολικού, καταστραφήκαν και πολλά όπλα, αλλά, δυστυχώς έτσι είναι ο πόλεμος. (Χρήστος Λαμπρίδης)
Ο πόλεμος του ΄40 με βρήκε κληρωτό στην Κοζάνη. Υπηρετούσα ως νοσοκόμος στοΝοσοκομείο Κοζάνης. Τη μέρα εκείνη στις έξη το πρωί χτυπήσαν οι σειρήνες. Ο κόσμος βγήκε έξω στους δρόμους και ο στρατός απ΄τη νύχτα περνούσε προς το μέτωπο απ’ την Κοζάνη και δε σταματούσε καθόλου. (Βασίλειος Ν.Κωστάκης, 1919)
Ένα πρωί παίρνω μια διαταγή να πάω επειγόντως ένα έγγραφο σε απόσταση από δω ως την Καρδίτσα και έλεγε η εντολή, το έγγραφο να παραδοθεί σε δύο ώρες. Έτρεξα όσο μπορούσα, παρέδωσα το έγγραφο, και εκεί με σταματήσαν και μου λένε «δεν θα φύγεις τώρα, θα φύγεις αύριο, θα πάρεις πεντακόσιους στρατιώτες που ήρθαν από τα έμπεδα και θα τους πας στο σύνταγμα». Τους πήρα, τους πήγα και φτάσαμε στην Τρεμπεσίνα. Δυστυχώς την επομένη μέρα από τους πεντακόσιους δεν έμεινε κανένας, ήταν όλα παιδιά των Αθηνών και έπαθαν όλα κρυοπαγήματα… Στο σημείο εκείνο μου δώσαν εντολή να συνοδέψω εφτακόσιους αιχμαλώτους, (και απευθυνόμενος στον Αριστοτ. Μπάλλα) νομίζω αυτούς Τέλη που είχατε πιάσει εσείς στο 1200, να τους πάω στα Γιάννενα. Τους πήραμε και τους πήγα στα Γιάννενα. Καθ’ οδόν το ιταλικό πυροβολικό σκότωσε καμιά δεκαριά απ΄αυτούς , γιατί ήταν φάλαγγα μεγάλη και οι Ιταλοί έβαζαν. Αυτό έγινε στις 25 Φεβρουαρίου του 1941. Ήταν ένας Τσιώρης Χαράλαμπος που είχα φρουρά, ένας Μπορνάζος Ευθύμιος, ένας Ράμμος Απόστολος, ένας Κακαβιάρης Δημήτριος. Το τι είχε γίνει εκεί στα Γιάννενα με τους αιχμαλώτους δεν περιγράφεται. Ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί, τα σχολεία βγήκαν όξω, στεφάνια, λουλούδια, χαρές. Εκεί συνήντησα και τον Γιάννη τον Τσιουρή. Ο Γιάννης ο Τσιουρής ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο από δυσεντερία. Ήταν τόσο πολύ αδύνατος, που ήταν σαν μια βέργα. Μόλις μας είδε εμένα εκεί έπεσε απάνω μου, με αγκάλιασε και μου λέει «πού τ΄ς πας αρα πιδάκι μ΄αφ’νούς» όπως τα λέει ο Γιάννης αστεία-αστεία… Είχα κι ένα δυσάρεστο επεισόδιο με αυτούς που σκοτωθήκαν, ενώ έπρεπε να παραδώσω 730, παρέδωσα 720. Δεν είχα προβλέψει να πάρω από τον αξιωματικό εκεί των εμπέδων χαρτί ότι σκοτωθήκαν και διέταξε ο στρατηγός να με κλείσουν μέσα και μένα και τη φρουρά. Ως ότου να επικοινωνήσουν με την Κλεισούρα, γιατί εκεί έγινε το επεισόδιο, 4-5 ώρες ήμασταν μέσα κλεισμένοι και σκεφτόμασταν εκεί ότι πριν από λίγο μας είχαν πνίξει στα λουλούδια, τώρα μας βάζουν φυλακή; Τέλος πάντων, διαπιστώθηκε πώς σκοτώθηκαν οι Ιταλοί, μας αφήσανε ελεύθερους, μας έδωσαν τρόφιμα και λοιπά και επιστρέψαμε ξανά στο μέτωπο. (Χρήστος Λαμπρίδης)
Το 1940 δούλευα οικοδόμος. Μάθαμε ότι γίνεται επιστράτευση, πήγαμε στα Τρίκαλα, μας ντύσανε, πήρα το οπλοπολυβόλο στον ώμο, πιάσαμε στη Φούρκα –Σαμαρίνα πρώτη μάχη και δεν γνωρίζαμε ακόμα τους Ιταλούς που φορούσαν ρούχα τέτοια σαν της χωροφυλακής και λεν οι άλλοι «μωρέ αυτοί είναι οι Ιταλοί, βαράτε!» Από κει λοιπόν ξεμπήξαμε από κει αφού καθήσαμε πεντέξι μέρες, φύγαμε με τα πόδια, αντισταθήκανε βέβαια οι Ιταλοί σε πολλές μεριές και ιδιαίτερα προτού φτάσουμε στο Χάνι Μπαλαμπάνη, στο 1200. Εκεί ήταν οχυρωμένοι τόσο πολύ οι Ιταλοί που δεν μπορούσαμε να τους ξεμπήξουμε με κανένα τρόπο. Οι δικοί μας συγκεντρώσανε τα πυροβολικά για να φτάνουν το 1200 από όλα τα υψώματα. Εν τέλει, μια ωραία πρωία το βουνό εκείνο, παιδιά, ήταν άσπρο απ’ το χιόνι, και όταν βάλαν το πυροβολικό απ’ όλα τα μέτωπα, έχει γίνει εκείνη η ράχη μαύρη απ’ τα βλήματα. Τέλος κάναμε μια εξόρμηση και δε βρήκαμε κανένα. Πολλοί Ιταλοί είχαν παραδοθεί. Από κει πέρα δε βρήκαμε κανένα εμπόδιο, αλλά στην Τρεμπεσίνα σκαλώσαμε, είχε δυο μέτρα χιόνι. Εκεί είχαν ρίξει οι Ιταλοί, με τα αλεξίπτωτα μάλλον, ένα λόχο ακάπνιστον τελείως και παραδόθηκαν στο λόχο το δικό μας. Από κει πήγαμε στο Χάνι Μπαλαμπάνη και καθήσαμε αρκετές μέρες. Εκεί θυμάμαι στις 9 Μαρτίου συγκεκριμένα, διαθέσανε όλα τα μέσα οι Ιταλοί, όλα τα πυροβόλα, και με τα αεροπλάνα και τα πυροβόλα έχουν κάψει το τον τόπο όλον. Αλλά το φινάλε ήταν ένα τίποτα, ανάλογα με τα μέσα που διαθέσανε εμείς δεν είχαμε μεγάλες απώλειες. Εκεί μας ήρθε μια διαταγή να πάμε στην Κορυτσά, να φυλάξουμε από κείνα τα μέρη να μη μας κυκλώσουν το στρατό οι Ιταλοί γιατί έρχονταν από κείνα τα μέρη και μας κόψουν μέσα στα μέρη της Κλεισούρας. (Αριστοτέλης Π. Μπάλλας, 1912)
Εκεί στο 1200, στην Τρεμπεσίνα πιο δω, έγινε μια γενική επίθεση από τους Ιταλούς, σαράντα – πενήντα αεροπλάνα να παρουσιάζονται το βράδυ και τη μέρα και να βομβαρδίζουν με το πυροβολικό. Οπισθοχωρήσαμε λίγο κι εκεί βρίσκω ένα πρώτον ξάδερφό μου, και χαιρετιόμαστε εκεί και εκλαψάμαν, είπαμαν εκεί ποιος θα ζήσει… Και το πρωί έγινε μια γενική επίθεση και είχαν όπλα πολλά οι Ιταλοί και είχαν ολμίσκους ατομικούς που δεν είχαμε εμείς και μας βρίσκαν απ΄την πίσω μεριά και τον σκότωσαν τον ξάδερφό μου εκεί, δεν μπόρεσα να τον ξαναδώ, Χρήστος Θεοδώρου λεγόταν (σ.σ. σκοτώθηκε στο ύψωμα 731 στις 9/3/1941). Όταν το πήραμε το 1200, να δείτε τα πτώματα εκεί μέσα, να σε κόβει η νίλα, δεν γνώριζες τον τόπο, όχι τους ανθρώπους. Και μου λέει ο λοχαγός «Παρασκευά, εσύ και ο … – δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν- θα πάτε πολεμοφόδια στην Τρεμπεσίνα». Πάμε κι εμείς παίρνουμε από ένα κασόνι στον ώμο και πάμε προς την Τρεμπεσίνα, αλλά έβαλαν οι Ιταλοί από πέρα. Πάει ο συνάδελφός μου και χώνεται κάτω από μια πέτρα, αλλά την πέτρα την έκοψε στη μέση και πάει ο συνάδελφος. Μόλις βλέπω κι εγώ αυτόν το κίνδυνο, άφησα κι εγώ τα υλικά εκεί και γύρισα πίσω στο λόχο μου ακαριαίως, ήμουνα μόνος δεν ήξερα κατά πού να πάω. Ύστερα από λίγο ένα τάγμα Ιταλοί προχωρούσαν να χτυπήσουν τον ελληνικό στρατό , κι ένας δικός μας στρατιώτης που πήγε να κάνει το νερό του τους είδε και γύρισε και λέει «παιδιά χάθκαμαν, σκωθείτε» και λέμε κι εμείς «κι έτσι χαμένοι, κι αλλιώς χαμένοι» και πήραμε τα όπλα και είπαμε «ή ζωή ή θάνατος!» και το πιάνουμε το τάγμα! Και το παραδίνουμε σε άλλη μονάδα που ήταν Κρητικοί που έτρεξαν σε βοήθεια δική μας. Πλην όμως έκαναν ένα έγκλημα αυτοί, που μόλις τους περίλαβαν λένε «τι θέλετε και τους φέρνετε εδώ όλους αυτούς; μας τρώνε το ψωμί, θα τους σκοτώσουμε». Και τους σκότωσαν ολουνούς. Και το μαθαν οι Ιταλοί και μετά δεν παραδίνονταν όπως πρώτα. Ύστερα γυρίζουμε στην Κορυτσά, και ήρθε γερμανικό αεροπορείο, και βρίσκω εκεί τον συνάδελφό μου τον Τέλη, τον Αριστοτέλη τον Μπάλλα. Και αγκαλιαζόμαστε και χαιρετιόμαστε και φιλιόμαστε. «Εδώ είσαι;» μου λέει. «Φεύγα, καψάλα!» μου λέει στα μαστόρικα. Κι αφού μου ’πε κι αυτός «καψάλα» λέω μεγάλος κίνδυνος είναι τώρα κι ακολούθησα κι εγώ το δικό του το τάγμα. (Γιώτας Παρασκευάς)
Το 1200, για την ακρίβεια 1220, ήταν ένα ύψωμα που δέσποζε στα στενά της Κλεισούρας. Για να καταληφθούν τα στενά της Κλεισούρας έπρεπε να πέσει το 1220. Εκεί έγιναν φονικότατες μάχες. Στις 4 του Γενάρη έπεσε το 1220 και ταυτόχρονα έπεσαν και τα στενά της Κλεισούρας. (Χρήστος Λαμπρίδης)
Καταδιώκοντας τους Ιταλούς φτάσαμε ως την Κλεισούρα. Εκεί σκοτώθηκε ο λοχαγός μου Παπάς Αναστάσιος και ένας ανθυπολοχαγός Σακαράς Μενέλαος από τα Τρίκαλα. Εκεί τραυματίστηκα κι εγώ στις 20 Φεβρουαρίου και οπισθοχώρησα μετά και γύρισα μέσα. (Δημήτριος Μπάλλας)
Στις 10 Φεβρουαρίου το πρωί ήμουνα στο ύψωμα 1900 στην Τρεμπεσίνα σε πέντε μέτρα χιόνι. Παίρνω εντολή να κατεβώ κάτω στο σύνταγμα. Εκεί που είχαμε τη φωτιά αναμμένη και ζεσταινόμασταν, γίνεται ένας τρομερός βομβαρδισμός από τα ιταλικά υπερπολυβόλα από μέσα απ’ το Βεράτιο, από τα Τρία Αυγά, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί όλη η ομάδα μου και να γλυτώσω μόνον εγώ. Με μεταφέρανε στα ορεινά χειρουργεία κλπ και κατέληξα στα νοσοκομεία των Αθηνών. (Χρήστος Λαμπρίδης)
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο άρχισαν τα νοσοκομεία να γεμίζουν. Γέμισε το νοσοκομείο της Κοζάνης και μετά κάναμε ένα άλλο στη Γεωργική Σχολή. Θυμάμαι τότε, αναγκάστηκε να προσγειωθεί ένα αεροπλάνο στη Γεωργική Σχολή που παρέμεινε μισή μέρα και κατόρθωσε κατόπιν και έφυγε. Όσο προχωρούσαν τα στρατεύματά μας μέσα στην Αλβανία, εμείς προωθηθήκαμε στη Φλώρινα, η οποία είχε πάρα πολλά νοσοκομεία και απ’ αυτά που θυμάμαι πέρα από τα στρατιωτικά, ήταν δυο Γυμνάσια μαζί και μάλιστα τα λέγανε «δίδυμα», ήταν νοσοκομείο η Οικοκυρική Σχολή, το Οικοτροφείο και όσο οι δικοί μας στρατιώτες όσο και οι Ιταλοί που ερχόντουσαν τύχαιναν της ίδιας μεταχείρισης από εμάς. Όταν όμως μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί, το νοσοκομείο που ήμουνα εγώ ήταν κινητό και μεταφέρθηκε στην Καστοριά και από την Καστοριά στην Κορυτσά, από την Κορυτσά στα Γιάννενα και τελικά, όταν πλέον μπήκαν οι Γερμανοί μέσα καθήσαμε μέχρι που διώξαμε και τον τελευταίο τραυματία και άρρωστο. (Βασίλειος Κωστάκης)
Εδώ θα αναφέρω και μια πικρή εμπειρία που δοκιμάσαμε τι θα πει κατακτητής. Έφτασαν οι Γερμανοί στο νοσοκομείο και μας πετάν όλους έξω στους δρόμους. Πήρε χαμπάρι ο κόσμος, οι γυναίκες κυρίως και ήρθαν εκεί να μας φέρουν ρούχα, να μας φέρουν τρόφιμα, αλλά οι τραυματίες ήταν τραυματίες και ήθελαν περίθαλψη. Όσοι ήμασταν λίγο πιο γεροί αρχίσαμε να αλλάζουμε πληγές μόνοι μας. Αυτό διήρκεσε καμιά βδομάδα, από κει μας μεταφέραν στο Ζάππειο, έκαναν ένα πρόχειρο νοσοκομείο, κι εκεί βρήκα και το Λία τον Πάντο που ήταν κι αυτός τραυματίας εκεί. (Χρήστος Λαμπρίδης)
Όταν ήμασταν στη Μόλιστα ήρθε το επιτελείο με το λοχαγό την Ηλία το Θεοδώρου κι εγώ τον γνώρισα, τον χαιρέτισα, με κέρασε ένα λουκούμι και μούδωσε και 100 δραχμές. –Τι να τις κάνω τις παράδες του λέω, εγώ καμιά άδεια θέλω, έχω από τ’ Αη-Λιώς εδώ. –Άμα πάω στο Επταχώρι θα σου δώσω εφτά μέρες άδεια να πας στο χωριό, μου λέει. Αλλά κηρύχτηκε ο πόλεμος και πάει και η άδεια… (Δημήτριος Μπάλλας)
Μια μέρα μετά την έναρξη του πολέμου ήρθε κλιμάκιο του Γενικού Επιτελείου στην Κοζάνη κι εκεί ήταν μαζί τους και ο συγχωριανός μας ο λοχαγός Ηλίας Θεοδώρου, ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο αυτόν. (Βασίλειος Κωστάκης)
Εγώ έχω ακούσει συγκεκριμένα, δηλαδή θετικά πράγματα, ότι κάποιος αξιωματικός δικός μας από το μέτωπο πάει στο Επιτελείο που ήταν μέσα ο Ηλίας Θεοδώρου και ο οποίος ρώτησε τον Αξιωματικό: -Ακόμα δεν έπεσε το Τεπελένι; Και λέει ο αξιωματικός: -Δεν πέφτουν κύριε Θεοδώρου τα Τεπελένια μέσα από τα Επιτελεία, απάντησε ο αξιωματικός, και αμέσως ο άνθρωπος ζήτησε μετάθεση και πήγε στο μέτωπο και πάει, σκοτώθηκε ο άνθρωπος! (Αριστοτέλης Μπάλλας).
Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 2010 στο drakotrypa.gr με τη σημείωση: “Όσο και να προσπαθεί κανείς είναι αδύνατο να αποδώσει σε κείμενο την προφορική μαρτυρία. Ούτε οι λέξεις μπορούν να αποδοθούν με τον τρόπο που εκφράζονται και ούτε φυσικά ο στόμφος ή το πάθος της διήγησης είναι δυνατόν να αποτυπωθούν στο χαρτί. Ελπίζουμε στο μέλλον να μας δοθεί η δυνατότητα να προσαρμόσουμε το βίντεο, για το οποίο έγινε λόγος στην εισαγωγή του πρώτου μέρους, για τις ανάγκες της ιστοσελίδας μας”.
Γιώργος Γούσιας
3 Responses
Το χωριό σου αλλά και η ευρύτερη περιοχή σας οφείλει πολλά!Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι απαθανατίσατε στιγμές ιδιαίτερες αφανών Ελλήνων ηρώων και δη συμπατριωτών αλλά υπηρετείτε και το ιστορικό παρελθόν που η λήθη θα αφάνιζε!!!Συγκινούμαι με κάθε τεκμηριωμένο γεγονός και χαίρομαι!να πώ πάλι συγχαρητήρια?
Χρέος μας και ευθύνη μας! Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά και ενθαρρυντικά λόγια!
Εξαιρετική δουλειά η συγκέντρωση όλων αυτών των πληροφοριών από τις περιγραφές των πρωταγωνιστών.