1η Σεπτέμβρη: Καλύτερα να κουβαλάω ξύλα παρά να πάω στο σχολείο!
Εθνικό θέμα κατάντησε στις μέρες μας η ημέρα που θα ανοίξουν τα σχολεία. Όχι πως δεν έχει σημασία, αλλά αυτό το πήγαινε-έλα από τις 7 στις 14 και αντίστροφα, έχει δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση σε πάρα πολλές οικογένειες.Δεν είμαι σίγουρος, μα έχω την εντύπωση ότι κατά την περίοδο της παιδικής μου ηλικίας, τα σχολεία άνοιγαν περί τις 20 Σεπτεμβρίου.
Είχαμε δηλαδή μπροστά μας τρεις εβδομάδες “διακοπές” ακόμη. Και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά, γιατί για τα χωριατόπαιδα, όπως εγώ, δεν ήταν πραγματικές μέρες ξεκούρασης και απραξίας, αλλά απασχόλησης και δουλειάς. Από μικρά παιδάκια, ιδιαίτερα αν δεν υπήρχαν παππούδες στο σπίτι, ακολουθούσαμε είτε τους γονείς μας στα χωράφια, είτε τα μεγαλύτερα αδέρφια μας στην -πρωί, απόγευμα- βοσκή των ζώων.
Θα πρέπει να είχα τελειώσει την πρώτη τάξη στο Γυμνάσιο και να είχα γευτεί τη “γλύκα” του να ζει ένα δωδεκάχρονο παιδί σε άλλο χωριό ή πόλη, μακριά από την οικογένειά του και να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του. Το καλοκαίρι πέρασε κυρίως βοσκώντας τα ζώα του σπιτιού. Και μη φανταστεί κανείς κανένα κοπάδι, απλώς μια-δυο αγελάδες και πεντέξι κατσίκες. Η συνύπαρξή τους ήταν κατά κανόνα δύσκολη, οι αγελάδες ήταν ήσυχα ζώα σε αντίθεση με τις λαίμαργες κατσίκες που δεν τις χωρούσε ο τόπος. Προτιμούσα τις πρώτες, γιατί μου δίνανε τη δυνατότητα να διαβάζω και να ξεκοκαλίζω τα περιοδικά “Γκαούρ-Ταρζάν” που ανταλλάσσαμε με τους συνομηλίκους μου. Σταδιακά από τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού κουβαλούσαμε και ξύλα με τον γάιδαρο και αυτή η δουλειά κορυφωνόταν τον Αύγουστο με την υλοτόμηση στο ελάτινο δάσος.
Η μεταφορά των καυσόξυλων διαρκούσε μέρες ολόκληρες και απαιτούσε τη συντονισμένη φροντίδα πολλών ατόμων. Το φόρτωμα των ζώων ήταν μια δύσκολη δουλειά για παιδιά της ηλικίας μου, αλλά το κουβάλημα, συνοδεύοντας και προσέχοντας τον φορτωμένο γάιδαρο, ήταν (και) δική μας υπόθεση. Η αποζημίωση ήταν ότι στον ανήφορο για το δάσος, πηγαίναμε καβάλα!
Εκείνη η πρώτη του Σεπτέμβρη, ήταν μια κουραστική μέρα. Δεν ξέρω πόσα δρομολόγια έκανα με τον γάιδαρο και, κατά τις εφτά-εφτάμιση το απόγευμα που γύρισα στο σπίτι, δεν υπήρχε περιθώριο για άλλο. Η αγαπημένη μου συνήθεια ήταν το ραδιόφωνο. Μπήκα στο σπίτι, πλησίασα στη συσκευή και άρχισα το ψαχούλεμα στα βραχέα κύματα. Άγνωστες γλώσσες, θόρυβοι και παράσιτα ξεπηδούσαν από το μεγάφωνο. Κάποια στιγμή έπεσα πάνω σε ένα σταθμό που μιλούσε ελληνικά. Σταμάτησα, όπως ήταν φυσικό και μετά από λίγο άκουσα έκπληκτος “Εδώ Πράγα!” Ήταν αυτή μια καινούργια ανακάλυψη, αφού είχα εντοπίσει ήδη τις πιο πολλές ελληνικές εκπομπές από ξένα ραδιόφωνα. Μα έμεινα κυριολεκτικά κατάπληκτος, όταν μετά από λίγο άκουσα, ότι “σήμερα πρώτη του Σεπτέμβρη στην Τσεχοσλοβακία άνοιξαν τα σχολεία!”
-Καλύτερα, είπα από μέσα μου, να κουβαλάω ξύλα όλη μέρα, παρά να φύγω μέσα στο κατακαλόκαιρο από το σπίτι μου και να πάω στο σχολείο!