Οι μετονομασίες οικισμών στην Ελλάδα
Του Αχιλλέα Καψάλη
1. Ασχολούμενος με την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Σκλάταινας (σημ. Ριζώματος) Τρικάλων, ήρθα αντιμέτωπος με την μετονομασία οικισμών της χώρας μας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Για μια εισαγωγική ενημέρωση πρέπει να σημειώσω ότι η πρώτη αναφορά στο χωριό μου -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- γίνεται σε τρία επίσημα έγγραφα:
α. σε ένα πατριαρχικό σιγίλλιο του έτους 1163,
β. σε ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του 1336 και
γ. σε ένα πατριαρχικό σιγιλλιώδες γράμμα του έτους 1393.
Και τα τρία αυτά έγγραφα αποτελούν κατά βάση μία «διάγνωσιν», δηλ. ένα πρακτικό αναγραφής των ορίων, των δικαίων και των κτημάτων της επισκοπής Σταγών. Πέρα από τις βασικές αυτές γραπτές μαρτυρίες η «Σκλάταινα» αναφέρεται συχνά στον κώδικα των Mετεώρων αλλά και σε ενθυμήσεις σε χειρόγραφους κώδικες και σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία της περιοχής. Συχνές αναφορές σε αυτήν γίνονται επίσης από διάφορους περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα.
Το 1927 η Σκλάταινα μετονομάσθηκε σε «Ρίζωμα» (ΦEΚ 306 Α/22-12-1927). Η όλη διαδικασία έγινε κατά τρόπον επιπόλαιο και ανεύθυνο. Πρώτα πρώτα την πρωτοβουλία της μετονομασίας είχαν 2-3 άτομα, τα οποία, με πολλή απερισκεψία και με μεγάλη έλλειψη ιστορικής συνείδησης, χωρίς να μελετήσουν το θέμα και να χωρίς να ζητήσουν την γνώμη κάποιου ειδικού, συζήτησαν μεταξύ τους διάφορες προτάσεις και κατέληξαν στην ονομασία «Ρίζωμα», επειδή το χωριό βρίσκεται στα ριζά του όρους των Χασίων. Πέρα από αυτό οι άνθρωποι αυτοί είχαν την εντύπωση ότι καταργούν το τουρκικό όνομα του οικισμού και του δίνουν ένα ελληνικό. Μέχρι τα τελευταία χρόνια κανείς στο χωριό δεν υποψιαζόταν ότι το όνομα «Σκλάταινα» είναι σλαβικού ετύμου. Η μετονομασία επομένως ήταν και είναι για πολλούς κατοίκους κατανοητή: Με αυτήν επιδίωκαν οι πρόγονοί μας την αποδέσμευση από την παράδοση, την οποία συνέδεαν με τους Τούρκους κυρίως. Ανταποκρίθηκαν λοιπόν ευχαρίστως στην σύσταση της Nομαρχίας για αντικατάσταση των ξένων ονομάτων με ελληνικά. H Σκλάταινα μάλιστα ανταποκρίθηκε από τα πρώτα χωριά της περιοχής (1927), ενώ οι τελευταίες μετονομασίες έγιναν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
2. Το 1830 ο Γερμανός ιστορικός J. Ph. Fallmerayer, στηριγμένος σε πληροφορίες βυζαντινών πηγών και κυρίως στην διαπίστωση ότι «ἐσθλαβώθη δὲ πᾶσα ἡ χώρα καὶ γέγονε βάρβαρος, ὅτε ὁ λοιμικὸς θάνατος πᾶσαν ἐβόσκετο τὴν οἰκουμένην», προέβαλε τις γνωστές θέσεις του ότι στις φλέβες των σημερινών Ελλήνων ρέει αίμα Σλάβων και Αλβανών κυρίως και όχι του Πλάτωνος και του Περικλέους. Στήριζε επίσης τις απόψεις του στο γεγονός ότι είναι πάρα πολλά τα τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας στην Ελλάδα. Η συζήτηση την οποία προκάλεσαν οι απόψεις του Fallmerayer είχε ως αποτέλεσμα να εστιάσουν πολλοί Έλληνες αλλά και ξένοι επιστήμονες το ενδιαφέρον τους στην αντίκρουση των απόψεων αυτών και στην απόδειξη της συνέχειας του ελληνικού γένους. Για αυτό γνώρισε κατά την εποχή αυτή μεγάλη άνθηση η Λαογραφία, η οποία είχε ως σκοπό να διερευνήσει και να εντοπίσει την επιβίωση ηθών και εθίμων των αρχαίων Ελλήνων σε εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής των Νεοελλήνων.
Στον απόηχο λοιπόν του σχετικού θορύβου εκδόθηκε ήδη στις 3-4-1833 το διάταγμα «περὶ τῆς διαιρέσεως τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς διοικήσεως αὐτοῦ», στο οποίο γινόταν η πρώτη προσπάθεια εξελληνισμού των τοπωνυμίων. Στην σχετική εισηγητική έκθεση εξηγούνται οι λόγοι οι οποίοι επέβαλαν την απόφαση του εξελληνισμού: «Τὰ βάρβαρα ὀνόματα καὶ τὰ κακόφωνα ἑλληνικὰ λυποῦσι μὲν τὸ γλωσσικὸν αἴσθημα, ἔχουσι δὲ καὶ ἐπιβλαβῆ μορφωτικὴν ἐπήρειαν εἰς τοὺς κατοικοῦντας, συστέλλοντά πως καὶ ταπεινοῦντα τὸ φρόνημα αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ παρέχουσι ψευδῆ ὑπόνοιαν τῆς ἐθνικῆς συστάσεως τοῦ πληθυσμοῦ τῶν χωρίων ἐκείνων, ὧν τὰ ξενικὰ ὀνόματα ἠδύνατο νὰ ἐκληφθῶσιν ὡς μαρτυροῦντα καὶ ξενικὴν καταγωγήν». Το διάταγμα αυτό εγκαινίαζε την μετονομασία των Σπετσών σε Τιπάρηνον, της Βοστίτσας σε Αίγιον, των Καλαβρύτων σε Κίναιθαν, του Πύργου σε Πύλον, της Καλαμάτας σε Καλάμας, της Τροπολιτσάς σε Τρίπολιν, της Καρύταινας σε Γόρτυνα, του Καρπενησίου σε Καλλιδρόμιον, του Ζητονιού σε Λαμία, των Σαλώνων σε Άμφισσα κλπ., ενώ αργότερα το Γιδά βαφτίστηκε «Αλεξάνδρεια» και τα ποτάμια Βαρδάρης και Μαρίτσα απέχτησαν αντιστοίχως τα ονόματα «Αξιός» και «Έβρος».
3. Τα πρώτα μέλη της επιτροπής ήταν γνωστοί Έλληνες λόγιοι. Πρόεδρος ανέλαβε ο πατέρας της ελληνικής Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης και μέλη άνδρες που ήταν (ή έγιναν στην συνέχεια) καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκοί: οι ιστορικοί Σπυρίδων Λάμπρος, Σωκράτης Κουγέας, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Άμαντος και Δημήτριος Καμπούρογλους, οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καββαδίας, Γεώργιος Σωτηριάδης και Χρήστος Τσούντας και ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκης. Στην αρχή η επιτροπή φαίνεται πως αναλώθηκε σε συζητήσεις σχετικά με την αναγκαιότητα και την καταλληλότητα του μέτρου και τις σχετικές διαδικασίες. Προφανώς τα μέλη της επιτροπής διαφωνούσαν σε βασικά σημεία. Είναι γνωστό π.χ. ότι ο σπουδαίος ονοματολόγος Κωνσταντίνος Άμαντος (1874-1960) πίστευε ότι έπρεπε να αποσυρθούν από την χρήση τα ξένα ονόματα, ενώ ο Σωκράτης Κουγέας (1877-1966) δεν ενοχλούνταν από την δημόσια εμφάνιση και επίσημη καταχώρησή τους στους καταλόγους των ονομάτων δήμων και κοινοτήτων του κράτους. Ο ίδιος ο Νικόλαος Πολίτης, πρόεδρος της επιτροπής, διακήρυττε το 1920 ότι οι ιστορικές πληροφορίες που περιέχουν τα τοπωνύμια είναι σπουδαίες και πολύτιμες, επειδή διαφωτίζουν ιδίως σκοτεινές περιόδους της ιστορίας μας. Κάθε απόπειρα μεταβολής ενός ονόματος μπορεί να αποδειχθεί ασυγχώρητη επιπολαιότητα, όπως η μεταβολή ξενικών ονομάτων που συνδέονται άρρηκτα με την πρόσφατη ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως θα χαρακτηριζόταν ως βεβήλωση των ιερών, διότι ονόματα όπως Αράχωβα, Βαλτέτσι, Δερβενάκια, Γραβιά, Αλαμάνα κλπ. καθαγιάστηκαν με ηρωικές πράξεις. «Οὕτως οὐδὲν ἧττον ἀκροσφαλὴς καὶ ἄκαιρος θὰ ἦτο καὶ ἡ μεταβολὴ παντὸς ἄλλου ὀνόματος, τοῦ ὁποίου ἄγνωστος μὲν ἡ προέλευσις, ὅπερ δ’ ὅμως ἐνδέχεται νὰ εἶναι τὸ μόνον παραληφθὲν ἴχνος δόξης ἢ συμφορᾶς τινος κατὰ τὴν μεσοχρόνιον … ἱστορίαν τοῦ ἔθνους». Παρά τις διακηρύξεις όμως αυτές η μετονομασία των τοπωνυμίων άρχισε πολύ νωρίς και προχώρησε τον σαρωτικό της δρόμο με βάση και την άποψη του Δ. Καμπούρογλου (1920) ότι «επί της ελληνικής γης δεν πρέπει να μείνη τίποτε μη ελληνικόν».
Πιστός στο δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του ο Πολίτης άλλαξε όλα σχεδόν τα τοπωνυμικά της Μάνης, που ήταν σλαβικά, δεν θέλησε ωστόσο να θίξει τα τοπωνύμια των πεδίων των μαχών του 1912-13 και μερικών πολισμάτων της Κρήτης. Κάπως έτσι, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (1995, 169), «σώθηκαν οι αρβανίτικες ονομασίες Σούλι, Σπάτα, Τατόι, Μαρούσι, Χαλάνδρι κλπ. (αλλά και τοπωνύμια με την κατάληξη –εσι, η οποία είναι αρβανίτικη, π.χ. Δήλεσι, Μάνεσι, Λιόπεσι), όπως σώθηκαν και οι τούρκικες ονομασίες Κοζάνη, Κιλκίς, Γενιτσά (πλαστογραφημένο σε Γιαννιτσά- ο Βυζάντιος το κατέγραψε σωστά: Γένιτζε) και όπως σώθηκαν το μάλλον αραβικό τοπωνύμιο Σφακιά και το μάλλον εβραϊκό τοπωνύμιο Χανιά…».
Ο γνωστός ιστορικός και ονοματολόγος Α. Μηλιαράκης, ηγετική μορφή του αγώνα κατά των μετονομασιών, έγραφε σχετικώς το 1892: «Τὰ γεωγραφικὰ ὀνόματα, τιθέμενα ὑπὸ τοῦ λαοῦ, πρέπει νὰ μένωσιν ἀναλλοίωτα, ἐφ’ ὅσον οὗτος ἐν τῇ ἱστορικῇ ἐκδηλώσει τὰ ἀποδέχεται … Δὲν εἶναι ἔργον οὔτε ἑνὸς ἀτόμου οὔτε κυβερνήσεως ἡ μεταβολή. Τοιαῦτα ὀνείδη δὲν ἐξαλείφονται διὰ μίας μονοκονδυλιᾶς ἀλλὰ δι’ ἄλλων ἐργασιῶν καὶ μόχθων καὶ θυσιῶν … Ο ίδιος έγραφε αργότερα: «Ἂν τὰ ὀνόματα ταῦτα εἶναι ἴχνη διαβάσεως ξένων φυλῶν, τὶς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαγράφῃ τὰ ἴχνη ταῦτα ἐκ τῆς ἱστορίας; Ἂν θεωρῇ τὰ ἴχνη ταῦτα βάρβαρα, ἂς ὑψώσῃ αὐτὸς παρ’ αὐτὰ τὰ ἔνδοξα μνημεῖα τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ του». Και σε εφημερίδα της εποχής τόνιζε: «Πᾶσα ἀντικατάστασις σημερινῶν ὀνομάτων δι’ ἀρχαίων καὶ πᾶσα μεταβολὴ ἔτι τῆς ρίζης ἢ τῶν καταλήξεων αὐτῶν, ἐπιχειρουμένη ὑπὸ τῶν γεωγραφούντων ἢ ὑπὸ τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν ἄνευ μελέτης, ἰσοδυναμεῖ πρὸς καταστροφὴν ζωντανῶν μνημείων, μνημείων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ γλώσσης» (πρβλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 576).
Οπωσδήποτε πάντως μεταξύ του 1910 και του 1914 έχουμε μόνον εννέα μετονομασίες. Το 1915 με 61 μετονομασίες θεωρείται καλή χρονιά. Μεταξύ 1916 και 1919 σημειώνονται άλλες 65 μετονομασίες. Η χαμηλή παραγωγικότητα της επιτροπής ανάγκασε την κυβέρνηση να την υποχρεώσει σε επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών εξελληνισμού των τοπωνυμίων. Η επιτάχυνση αυτή επιβαλλόταν και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων επαρχιών, με τα χιλιάδες νέα «βάρβαρα» τοπωνύμια. Στις 10 Οκτωβρίου 1919 η επιτροπή, με εγκύκλιο επιστολή, ανακοινώνει την νέα απόφαση: «Ἡ ἐπὶ τῶν τοπωνυμιῶν τῆς Ἑλλάδος Ἐπιτροπεία, τῆς ὁποίας ἔργον κυριώτατον εἶναι ἡ ἐκβολὴ ὅλων τῶν τουρκοφώνων ὀνομάτων τῶν συνοικισμῶν καὶ κοινοτήτων, τὰ ὁποῖα μολύνουσι καὶ ἀσχημίζουσι τὴν ὄψιν τῆς ὡραίας ἡμῶν πατρίδος, παρέχουσι δὲ καὶ ἀφορμὴν εἰς δυσμενῆ διὰ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἐθνολογικὰ συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα οἱ ἀντίπαλοι λαοὶ μεταχειρίζονται ἐναντίον ἡμῶν, ἀπεφάσισε … ὅπως ἐντείνει τὰς προσπαθείας της διὰ τὴν ἀντικατάστασιν … τῶν ξενοφώνων ὀνομάτων δι’ ἑλληνοφώνων» (πρβλ. Μ. Χουλιαράκης 1973, 209).
Το νέο αυτό σχήμα της εθνικής επιχείρησης μετονομασιών υπήρξε στην αρχή συγκρατημένο λόγω της διεθνούς συγκυρίας, της συζήτησης περί μειονοτικών δικαιωμάτων και των ανταλλαγών των πληθυσμών. Μεταξύ 1920 και 1925 ανακοινώθηκαν μόνον 61 νέες μετονομασίες. Η αλλαγή των ονομάτων 500 περίπου οικισμών της Θράκης συντελέσθηκε «λάθρα» μέσα από την απογραφή του 1920. Μόλις ωστόσο το τοπίο ξεκαθάρισε, το ελληνικό κράτος διέταξε την επιτροπή να προχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες. Με το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926 επιτρεπόταν «ἵνα μεταβληθῶσι ξενόφωνα ἢ κακόηχα ὀνόματα συνοικισμῶν, πόλεων ἢ κωμῶν». Μετά από την μετονομασία «ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ἡ χρῆσις τῶν παλαιῶν ὀνομάτων». Η παράβαση της απαγόρευσης «ἀποτελεῖ πταισματικὴν παράβασιν τιμωρουμένη μὲ πρόστιμον μέχρις 100 δραχμῶν ἢ μὲ κράτησιν μέχρι 10 ἡμερῶν» (πρβλ. Μ. Χουλιαράκης 1973, 344-345). Το διάταγμα αυτό ήταν πολύ αποτελεσματικό, αφού μέχρι το 1928 μετονομάσθηκαν 2.500 περίπου οικισμοί. Στην συνέχεια οι ρυθμοί πέφτουν. Μεταξύ 1929 – 1952 ακολουθούν 354 μετονομασίες. Κατά την πενταετία 1953 – 1957 σημειώνονται 760 και ανάμεσα στο 1958 και στο 1971 άλλες 326. Έκτοτε οι μετονομασίες των οικισμών γίνονται σπάνιες, καθώς δεν έχουν απομείνει πλέον και πολλά ξενόφωνα ονόματα για αλλαγή. Ο σκοπός έχει επιτευχθεί, τα μισά περίπου ονόματα των οικισμών άλλαξαν, η Ελλάδα έγινε αγνώριστη.
4. Για την ποιότητα βέβαια της εργασίας αυτής καλύτερα να μην γίνεται λόγος. Το όνομα «Κρήνη» π.χ. επιλέχθηκε για την μετονομασία 10 οικισμών, η «Λεύκη» για 10, η «Χαραυγή» για 10, η «Κυψέλη» για 11, η «Εξοχή» για 11, η «Αγία Τριάς» για 12, η «Μεταμόρφωσις» για 12, ο «Πλάτανος» για 12, ο «Άγιος Γεώργιος» για 13, η «Αγία Παρασκευή» για 15, ο «Άγιος Νικόλαος» για 15, η «Πηγή» για 15, ο «Σταυρός» για 15, το «Κρυονέρι» για 17, η «Δάφνη» για 24 και η «Καλλιθέα» (μακράν όλων) για 44. Πέρα από αυτά γέμισε ο χάρτης της Ελλάδας με 10 Αχλαδιές, 22 Μηλιές, 18 Πλατανιές, 21 Καστανιές, 14 Κερασιές, 7 Κρανιές, 25 Καλύβια, 11 Κεφαλόβρυσα, αλλά και Λυγαριές, Παλιουριές, Κουμαριές καθώς και Νεοχώρια, Παλαιοχώρια, Καπνοχώρια, Ανθοχώρια, Ασπροχώρια, Μαυροχώρια, Μοσχοχώρια, Πετροχώρια, Σιδηροχώρια, Σιτοχώρια, Ελαιοχώρια και εκατοντάδες Άγιες και Αγίους. Βρήκε λοιπόν πολλούς μιμητές ο Στίλπων Κυριακίδης (1926), ο οποίος ανέλαβε να συντάξει οδηγίες για την μετονομασία κοινοτήτων και οικισμών με τουρκικό ή σλαβικό όνομα και με αφετηρία την αξιωματική αρχή ότι «τα βάρβαρα ονόματα των χωρίων πρέπει να αντικατασταθούν» έδωσε και παραδείγματα ονομάτων, μερικά από τα οποία και τα εξής: Μαυρολίθαρο, Αμπρουδέκτης (ομβροδέκτης), Μπουρμπουλήθρα, Αγκουρτσόρραχη, Αθρουμπόκαμπος (όπου πολλά θρουμπιά, είδος ακανθωτών θάμνων), Σφερδουκλόρραχη (σφερδούκλια = ασφόδελοι), Κοκκινόκωλος (από το ομώνυμο πουλί), Όχεντρα (τόπος με πολλές οχιές), Κοκκαλοτσακίστρα, Χόχλακας.
Σημειώνουμε με την ευκαιρία ότι η Βιτρινίτσα Δωρίδας ονομάσθηκε «Ερατεινή» από το όνομα της συζύγου του δημάρχου της. Οι κάτοικοι όμως του χωριού τιμώρησαν και τιμωρούν την απρέπεια αυτή, χρησιμοποιώντας επιδεικτικά το Βιτρινίτσα και αποφεύγοντας το Ερατεινή (Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 577). Επίσης ένας ευτράπελος τύπος (πλακατζής) στην Γορτυνία πρότεινε για όνομα του χωριού του το «Λυσσαρέα» και έγινε αποδεκτό από την επιτροπή! Με άλλα λόγια η ταχύτητα και η προχειρότητα της διαδικασίας γέμισε την Ελλάδα με πολλά κακόγουστα ή φαιδρά ονόματα, όπως είναι στην περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας το Αχλαδοχώρι, η Περδικοράχη, το Κεραμίδι και τέλος το Αρτεσιανό, το άκρον άωτον της κακογουστιάς. Στην περίπτωση αυτή βέβαια δεν ενοχλεί το γεγονός ότι είναι ξένου ετύμου, αφού δεν είναι τουρκικού ή σλαβικού, από μεταφορά του γαλλικού artésien < Artois, περιοχή στην οποία για πρώτη φορά ανοίχτηκαν πηγές με φυσική ανάβλυση νερού τον 12ο αιώνα. Στον Νομό Τρικάλων εξάλλου είχαμε μέχρι τα τελευταία σχεδόν χρόνια τον «Δήμο Κοθωνίων», όνομα που δόθηκε «ἀπὸ ἀνοίκειον καὶ ψυχρὰν εὐτραπελίαν τοῦ ὀνοματοθέτου» (Ν. Πολίτης).
5. Η επιβολή των νέων ονομάτων δεν ήταν πάντοτε επιτυχής, όπως μαρτυρούν και οι αλλεπάλληλες αλλαγές που επιχειρήθηκαν σε ορισμένα τοπωνύμια. Έτσι το Μπράλον έγινε διαδοχικά «Βράλον», «Κυτίνιον», «Δελφοί» και «Γραβιά». Ο λαός όμως επέμενε και συνεχίζει να το λέει Μπράλο. Η Γαλάτιστα, ανατολικά της Θεσσαλονίκης, έγινε «Ανθεμούς», επέστρεψε όμως στο Γαλάτιστα, επειδή, ύστερα από μελέτη των ειδικών διαπιστώθηκε ότι η ρίζα είναι ελληνική και η κατάληξη ιστορική και όχι, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, σλαβική (βλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 574).
Σε μερικές περιπτώσεις οι κάτοικοι των μετονομαζόμενων οικισμών αντέδρασαν συνήθως με δυσπιστία έναντι των νέων ονομάτων, πολλά από τα οποία η επίσημη πολιτεία αναγκάστηκε να τα αποσύρει, ενώ άλλα περιέπεσαν με την πάροδο του χρόνου σε λήθη. Όταν οι Σπέτσες μετονομάστηκαν σε «Τιπάρηνον», αντέδρασαν οι κάτοικοι και κατάφεραν να διατηρήσουν την παλαιά ονομασία. Επίσης οι κάτοικοι των Κρεσταίνων ζήτησαν και κατόρθωσαν να διατηρηθεί η παλιά ονομασία και να μην επιβληθεί η νέα «Σελινούς». Αλλά και οι κάτοικοι του Κιάτου δεν δέχθηκαν την ονομασία «Σικυωνία», που δεν τους έλεγε τίποτε. Οι Κερασοβίτες ζήτησαν δύο φορές να παραμείνει το παλιό όνομα Κεράσοβο Ευρυτανίας, αντί του «Κερασοχώριον», το οποίο επέβαλε η επιτροπή, επειδή την ενοχλούσε η ξενική κατάληξη «–οβο». Επίσης οι κάτοικοι του Ζυγοβιστίου Αρκαδίας κατάφεραν να διατηρήσουν το σλαβικής προέλευσης ιστορικό όνομα του χωριού τους και να απορρίψουν το νέο «Ζυγός», που τους θύμιζε τον ζυγό της σκλαβιάς. Η επιμονή των κατοίκων είχε πολλές φορές ως αποτέλεσμα την υποχώρηση της επιτροπής και μόνον έτσι κατόρθωσαν να διατηρήσουν το σλαβικό όνομά τους τα χωριά Τοπόριστα και Αγορέλιτσα στην Hλεία, τα Μπελιγκράδια στο Γύθειο, το Μπελιγκράδι στην Μεσσηνία, η Αρτοτίνα στην Αιτωλία, το Αρδαμέρι στην Θεσσαλονίκη, τα Σέρβια στην Κοζάνη κλπ.
Η αντίδραση των κατοίκων ωστόσο δεν είχε πάντα την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα. Η Κοινότητα Μυροφύλλου Τρικάλων π.χ. ζητάει ήδη από το 1939 την επαναφορά του παλιού τοπωνυμίου (Μυρόκοβο), αλλά δεν εισακούσθηκε μέχρι στιγμής. Επίσης οι κάτοικοι του χωριού Τσερίτσενα (σημ. Πλατάνια) του Δ. Δ. Σελλών Νομού Ιωαννίνων ζητούν επιμόνως από την δεκαετία του 1980 την επαναφορά του παλιού ονόματος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το ίδιο επιδιώκουν και οι κάτοικοι της Τζούρτζιας Ασπροποτάμου (σημ. Αγία Παρασκευή), χωρίς όμως ανταπόκριση από την πολιτεία.
Όταν όμως το όνομα δεν είναι σλαβικής προέλευσης, η επιθυμία των κατοίκων γίνεται συνήθως σεβαστή. Αυτή είναι π.χ. η περίπτωση του Νεοχωρίου Τρικάλων, το οποίο έχει πολύ παλιά ιστορία, η οποία ανάγεται πίσω στην πρωτοβυζαντινή εποχή, με απόφαση ωστόσο του κοινοτικού συμβουλίου μετονομάσθηκε το 1982 σε Οιχαλία, μία πόλη που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο. Το Χρισσό Φωκίδας (γνωστό από τραγούδι «στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρισσό κριάρια») γραφόταν μέχρι το 1984 ως «Χρυσό», από τότε όμως καθιερώθηκε η σημερινή του γραφή, αφού διαπιστώθηκε ότι η ονομασία του σχετίζεται με την αρχαία πόλη Κρίσσα που ήταν χτισμένη στην περιοχή αυτή και όχι με το πολύτιμο μέταλλο. Τέλος αναφέρουμε την Λακκιά Αμυνταίου, η οποία μετονομάστηκε το 1987 σε Λεβαία, που ήταν η πρώτη και αρχαία ονομασία.
6. Πολλές φορές οι μετονομασίες είναι ανιστόρητες και συνεπώς αδικαιολόγητες. Η Καλαμάτα (κατά τον Χ. Συμεωνίδη προφανώς από το «Παναγία Καλομάτα», πρβλ. «Παναγία η Μεγαλομάτα» στην Βιθυνία) μετονομάστηκε στο αρχαίο «Καλάμαι», πόλισμα που βρισκόταν πολύ μακριά από την σημερινή θέση της Καλαμάτας, ενώ στην θέση της σημερινής Καλαμάτας ήταν η πόλη «Φαραί, αἱ». Επίσης ανιστόρητη ήταν η μετονομασία της Γευγελής σε «Ειδομένη», διότι, όπως απέδειξε ο σλαβιστής γλωσσολόγος Petar Skok, το όνομα Γευγελή δεν είναι σλαβικό, αλλά είναι η βυζαντινή Ζεύγλη, δηλ. Ζευγολατειό.
Και στην περιοχή του Νομού Τρικάλων έχουμε επίσης ανάλογα παραδείγματα προχειρότητας και επιπολαιότητας. Καταρχάς τέσσερις οικισμοί μετονομάσθηκαν, μολονότι το όνομά τους ήταν ελληνικού ετύμου. Πρόκειται για το Κατίδι, κυριώνυμο προερχόμενο από την λέξη κατί = γατί, για το Τραχανιώτη, κυριώνυμο από το όνομα Ταρχανιώτης της βυζαντινής εποχής, για το οποίο θα αρκούσε απλώς η ορθή απόδοση «Ταρχανιώτι», για το Βουρλοχώρι = το χωριό των Βουρλαίων και το Τυφλοσέλι. Το ίδιο λάθος επιπολαιότητας και προχειρότητας διαπράχθηκε και στις περιπτώσεις της μετονομασίας της Ραψίστας και του (Μεγάλου) Τσιοτίου. Στην πρώτη περίπτωση ως νέο όνομα επελέγη το όνομα αρχαίας πόλεως, η οποία όμως δεν βρισκόταν στον χώρο στον οποίο βρίσκεται ο σημερινός οικισμός. Οι «Γόμφοι», το νέο όνομα της Ραψίστας, βρίσκονταν νοτιότερα του σημερινού οικισμού, σε εδάφη του σημερινού Νομού της Καρδίτσας, ενώ η «Φαρκαδόνα», το νέο όνομα του Τσιοτίου, βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Κλοκωτός. Κατά συνέπεια, αν έπρεπε να αναβιώσει η αρχαία Φαρκαδόνα, θα έπρεπε να δοθεί το όνομά της στον Κλοκωτό και όχι στο Τσιότι (Β. Σπανός, 2004, 145).
7. Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να σημειώσουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι δεν ήταν ασφαλώς λιγότερο έξυπνοι ούτε λιγότερο φιλοπάτριδες από τους απογόνους τους, δηλ. από εμάς, είχαν μέγα πλήθος από ξένα τοπωνύμια. Σχεδόν όλα τα ονόματα των βουνών, των ποταμών και των νησιών της χώρας μας είναι προελληνικά, φοινικικά ή ιλλυρικά ή άλλα. Δεν είναι ελληνικά τα ονόματα Πάρνης, Πάρνων, Όλυμπος, Κως, Πάτμος, Κρήτη, Χίος, Κέρκυρα, Σύρος, Νάξος, Κάλυμνος, Λέσβος, Μυτιλήνη, Αίγινα, Σκύρος, Σαλαμίς, Πηνειός, Αχελώος, Ίναχος κ.ά.· δεν είναι ελληνικά τα τοπωνύμια με διπλό σίγμα ή ταύ (σσ ή ττ), όπως Άμφισσα, Λάρισσα, Αλικαρνασσός, Παρνασσός, Ιλισσός, Κηφισσός, Λυκαβηττός, Αρδηττός, Υμηττός· δεν είναι ελληνικά τα τοπωνύμια που περιέχουν τα συμπλέγματα «νθ», «ρν» και «μν», όπως Ερύμανθος, Μήθυμνα, Κόρινθος, Τίρυνθα, Κάλυμνος, Λάρυμνα, Λήμνος, Άρνη κ.ά. Όλα αυτά και πολλά άλλα τοπωνύμια είναι προελληνικά, δηλ. όχι ελληνικά, αλλά ξένα. Τα μέρη αυτά ωστόσο τα κατοίκησαν και τα εδόξασαν οι αρχαίοι Έλληνες, χωρίς ποτέ να διανοηθούν ότι τα ξενικά αυτά ονόματα έβλαπταν τον εθνισμό τους και ότι συνεπώς έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με άλλα, ελληνικά (πρβλ. Ι. Θωμόπουλος, 1991, 38).
Ακόμη και οι λέξεις «Ἕλλην» και «Ἑλλάς» αποτελούν παράγωγα του ουσιαστικού «Ἑλλοί/Ἕλλοι/Σέλλοι», το οποίο είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας. Πρέπει μάλιστα να σημειώσουμε σχετικώς ότι ο μύθος του Έλληνος, γιού του Δευκαλίωνος, δημιουργήθηκε απλώς για να νομιμοποιήσει και να εξηγήσει την χρήση του όρου. Έλληνες εξάλλου ονομάζονταν αρχικά μόνον οι κάτοικοι μιας μικρής πόλεως της Κεντρικής Ελλάδας, της θεσσαλικής Φθίας. Αυτήν γνωρίζει ο Όμηρος ως Ελλάδα («οἱ τ’ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα», πρβλ. Γ. Μπαμπινιώτης, 2002, 589).
Επομένως –παράξενο και όμως αληθινό- σύμφωνα με όλα τα παραπάνω η λέξη «ελληνική» δεν είναι ελληνική (!) Την πήραν οι αρχαίοι Έλληνες από τους Προέλληνες, την προσάρμοσαν στην μορφολογία της γλώσσας τους και την χρησιμοποίησαν και μας την παρέδωσαν, ώστε να την χρησιμοποιούμε και εμείς από τότε. Και το όνομα της πρωτεύουσας της Ελλάδας δεν είναι ελληνικό, αλλά προέρχεται από ένα προελληνικό (μη ινδοευρωπαϊκό) πιθανόν μινωικό θεωνύμιο, αγνώστου ετύμου. Σε πινακίδες της Γραμμικής Β παραδίδεται η ονομασία atanapotinija, δηλ. «Αθάνα πότνια» (σεβαστή Αθηνά). Από τον τύπο «Αθήνη» στον πληθυντικό του, πιθανότατα επειδή πολλοί μαζί οικισμοί απήρτιζαν από κοινού έναν δήμο, προήλθε το «Αθήναι» (πρβλ. και Θήβαι, Πάτραι, Μυκήναι κ.ά.π.). Ο νεότερος (ήδη μεσαιωνικός) τύπος Αθήνα (αντί Αθήναι) προήλθε από φράσεις όπως «εις την πόλιν Αθήνας», όπου βαθμηδόν το «Αθήνας» εξελήφθη ως γενική ενικού και έδωσε την βάση για την δημιουργία της ονομαστικής Αθήνα (πρβλ. και Θήβαι – Θήβα, Πάτραι – Πάτρα, Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π.).
Τέλος, τα περισσότερα ονόματα των αρχαιοελληνικών θεών είναι αβέβαιου ή αγνώστου, μάλλον προελληνικού ετύμου. Διαβάζουμε π.χ. στα Λεξικά «Ζεύς: προελληνικού ετύμου, Ήρα: αβέβαιου ετύμου. Μάλλον προελληνικό δάνειο» και το ίδιο ισχύει για την Αθηνά, τον Απόλλωνα, την Αρτέμιδα, τον Ποσειδώνα, τον Ερμή, την Ρέα, τον Ήφαιστο και πολλούς άλλους θεούς και ημιθέους.
Είχαν λοιπόν και οι αρχαίοι Έλληνες και μάλιστα πολλά ξενογενή τοπωνύμια, τα δέχθηκαν όμως, τα σεβάστηκαν και τα χρησιμοποίησαν χωρίς στείρες σωβινιστικές αναστολές. Τα ενέταξαν στην γλώσσα τους και στην ζωή τους και κανείς δεν σκέφθηκε ποτέ και δεν πρότεινε να τα αντικαταστήσουν. Σύμφωνα εξάλλου με την επιστήμη της Γλωσσολογίας ελληνικές είναι όλες οι λέξεις που οι Έλληνες τις χρησιμοποιούν για τις καθημερινές ανάγκες της επικοινωνίας, ακόμη και οι εξωγενείς, εφόσον προηγουμένως τις προσάρμοσαν στην φωνολογία και στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γραμματικής (Ν. Ανδριώτης, 1967, σελ. ιγ΄).
8. Και από την Ρωμαιοκρατία έχουμε επίσης διάφορα τοπωνύμια, τα οποία δεν είναι φυσικά ελληνικά. Όπως είναι γνωστό, ο πολιτισμός των Ελλήνων επηρέασε τους Ρωμαίους σε πολλούς τομείς της ζωής, έτσι ώστε να θεωρείται ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι Graecia capta ferum victorem cepit. Δέχθηκαν όμως και οι Έλληνες όχι ασήμαντη επίδραση από τους κατακτητές Ρωμαίους. Μεταξύ άλλων οι Ρωμαίοι μας κληροδότησαν πολλές λατινικές ονομασίες οικισμών, οι οποίες άρχισαν να συζούν με τις ελληνικές: Λατινικό είναι π.χ. το τοπωνύμιο Βίγλα και τα παράγωγά του, που φέρουν εκατοντάδες βουνά της πατρίδας μας (Βίγλα, Βιγλί, Μεροβίγλι, Μιριβίλι, Βιγλίτσα, Βιγλατώρι … ) και δηλώνουν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο τόπους (στρατιωτικών) παρατηρητηρίων σε διάφορα υψώματα. Το Βελβεντό είναι το λατινικό Beneventum. Το Κόρθι της Άνδρου προέρχεται μάλλον από το στρατιωτικό λατινικό cohors = στρατώνας, στρατόπεδο. Η λατινική λέξη scala πολιτογραφήθηκε στα ελληνικά πριν από την ρωμαϊκή κατάκτηση (με την έννοια λιμάνι, όρμος, αγκυροβόλι). Έτσι στην Ελλάδα έχουμε σήμερα 22 χωριά με το όνομα Σκάλα. Το ίδιο ισχύει και για τα φραγκικά τοπωνύμια, όπως η Ανδραβίδα από το André – Ville, η Σαντορίνη από το Santa Irini κ.ά.π. (πρβλ. Ι. Θωμόπουλος, 1991, 26).
9. Πρέπει να θυμίσουμε επίσης ότι και στην Ευρώπη όλες σχεδόν οι χώρες έχουν «ξενογενή» τοπωνύμια. Δεν επιχειρήθηκε ωστόσο πουθενά στην έκταση στην οποία έγινε στην χώρα μας ούτε ο εξαρχαϊσμός ούτε η αντικατάσταση, αλλά οι μετονομασίες, όπου έγιναν, εφαρμόστηκαν με μέτρο και συνήθως χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα ονόματα. Οι Γερμανοί π.χ. δεν άλλαξαν το λατινικό Κολωνία, για να το κάνουν γερμανικό. Πέρα από αυτό είναι γνωστό ότι έχουν πολλά σλαβικά τοπωνύμια στα ανατολικά διαμερίσματα της χώρας τους (λ.χ. τα ονόματα Δρέσδη, Βερολίνο, Λειψία είναι σλαβικά), δεν επιχείρησαν ωστόσο την αντικατάστασή τους, διότι το έργο θα ήταν άσκοπο και χωρίς όρια. Μάλιστα ούτε ο Χίτλερ δεν επιδίωξε την μετονομασία, παρά την γνωστή αποστροφή του έναντι των Σλάβων (βλ. Μ. Τριανταφυλλίδης 1981, 578). Στην Γαλλία υπάρχoυν επίσης πολλά τοπωνύμια ελληνικά: Agde (Αγάθη), Nice (Νίκαια), Marseille (Μασσαλία) Antibes (Αντίπολις) κ.ά., ποτέ όμως οι Γάλλοι δεν διανοήθηκαν να τα μετονομάσoυν και να τους δώσουν άλλο (γαλλικό) όνομα, αλλά, σεβόμενοι την ιστορική αλήθεια και την παράδοση, εξακολουθούν να τα χρησιμοποιούν από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Στην Ιταλία, και κυρίως στην Νότια Ιταλία και στην Σικελία, από την εποχή της «Μεγάλης Ελλάδος» μέχρι σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν το Ταυρομένιον, το Παλέρμο, η Έγεστα, οι Συρακούσες, ο Ακράγας, η Νάξος και πολλά άλλα και οι Ιταλοί ποτέ δεν σκέφθηκαν να τα αλλάξουν, επειδή δεν είναι ιταλικά. Ακόμη και οι Τούρκοι δεν άλλαξαν το Iζμίρ (από το «εις Σμύρνην») ούτε το Iσταμπούλ (από το «εις την Πόλιν») και δεν τους έδωσαν τουρκικά ονόματα. Εκτούρκισαν, προσάρμοσαν δηλ. στην τουρκική γλώσσα, την Σπάρτη, την Τραπεζούντα, την Μερσίνη, το Ικόνιο, την Άγκυρα και δεκάδες άλλα ελληνικά τοπωνύμια και δεν τα άλλαξαν. (πρβλ. Χ. Συμεωνίδης, 2010).
10. Όπως παντού ωστόσο, υπάρχουν στην χώρα μας «υπερπατριώτες», οι οποίοι θεωρούν εαυτούς ως κατ’ ευθείαν και γνήσιους απογόνους του Πλάτωνος και του Περικλέους και οι οποίοι μόνον για την σημασία του Παρθενώνα επαίρονται, ενώ δεν ανέχονται την ιδέα της ύπαρξης και άλλων ιχνών ιστορίας, τα οποία αντικατοπτρίζουν τις διάφορες φάσεις της πορείας του τόπου. Όλα τα άλλα πρέπει να εξαλειφθούν. Το «κακό» είναι ότι υπάρχουν και γραπτές πηγές και αυτές ξέρουν να τις διαβάζουν και άλλοι (ξένοι). Αυτοί οι υπερπατριώτες εξάλειψαν κάθε ίχνος τζαμιού από τις ελληνικές πόλεις, διότι κατ’ αυτούς δεν υπήρξε ποτέ Τουρκοκρατία στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι ήρθαν απλώς, πέρασαν και έφυγαν· δεν έζησαν εδώ, δεν είχαν δική τους θρησκεία, δεν είχαν δική τους καθημερινή ζωή, τελετές, ήθη, έθιμα κλπ. Για αυτούς υπήρξε μόνον ο «χρυσοῦς αἰών τοῦ Περικλέους», μετά μεσολάβησε μια νύχτα, κοιμηθήκαμε και ξυπνήσαμε στο 1830. Γράφει σχετικώς ο ονοματολόγος Ι. Θωμόπουλος (1965, 7): «Είμαι της γνώμης ότι η επιθυμία μας να αφανίσουμε τα ξενικά τοπωνύμιά μας και να βάλουμε στην θέση τους ελληνικά τώρα, είναι, ηθικά, ίδια με την προσπάθεια να εξαφανίσουμε ή να παραποιήσουμε ένα δυσάρεστο ιστορικό γεγονός, να πούμε π.χ. πως οι Τούρκοι δεν κατάφεραν το 1453 να πάρουν την Πόλη· ή ότι το 1826 οι Τούρκοι δεν πολιόρκησαν το Μεσολόγγι· ή πως οι εκεί πολιορκημένοι είχαν και του πουλιού το γάλα· ή ότι το 1940 οι Ιταλοί δεν ετόλμησαν να εισβάλουν στο ελληνικό έδαφος».
Θυμίζουμε με την ευκαιρία αυτή ότι το 1913 ο Hiller von Gaertringer, ονομαστός Γερμανός αρχαιολόγος και θερμός φιλέλληνας έγραφε στον φίλο του καθηγητή Σπ. Λάμπρο: «Ἀδικοῦσιν ἐκεῖνοι οἵτινες θεωροῦσιν ὡς προσβολὴν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐὰν τις λέγῃ ὅτι τὸ τάδε ὄνομα εἶναι σλαβικόν. Τοὐναντίον φρονῶ ὅτι τὰ πολλὰ σλαβικὰ ὀνόματα, ἅτινα ἔχει τὸ ἑλληνικόν ἔδαφος, εἶναι μαρτύρια τῶν νικῶν τῶν ἑλληνικῶν καὶ τῶν ἡττῶν τῶν σλαβικῶν». Η παρουσία ξενογενών τοπωνυμίων συνεπώς όχι μόνον δεν προσβάλλει, αλλά αποτελεί τιμή για τον Ελληνισμό, καθώς υποδηλώνει ότι διάφοροι ξένοι, οι οποίοι κατά καιρούς πέρασαν από τον ελληνικό χώρο και διέμειναν σε αυτόν επί ένα σύντομο ή μακρό διάστημα, δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν την ιστορική του συνοχή, αλλά τελικά είτε αποχώρησαν είτε αφομοιώθηκαν από τον γηγενή πληθυσμό. Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε, ομολογώντας ότι η χώρα μας αποτελεί ένα σταυροδρόμι, από το οποίο πέρασαν κατά καιρούς πολλοί επισκέπτες, πρόσφυγες, δυνάστες, τύραννοι, εισβολείς, κατακτητές, κουρσάροι, επιδρομείς κλπ. και αφομοιώθηκαν, διότι βρήκαν εδώ ένα πολιτιστικό επίπεδο ανώτερο από το δικό τους, και το μόνο που απέμεινε από το γεγονός αυτό είναι ότι άφησαν τα ίχνη τους σε μερικά τοπωνύμια. Επομένως τα εξωγενή τοπωνύμια αποτελούν ένα πολύτιμο ιστορικό κεφάλαιο, έναν θαυμαστό εθνικό θησαυρό (πρβλ. και Ν. Ανδριώτης, 1967, ιδ΄).
Δεν είναι λοιπόν σωστό να παραποιούμε ή και να διαστρέφουμε την ιστορική αλήθεια, μεταβαπτίζοντας τα ονόματα των οικισμών. Διότι η προσπάθεια εξαφάνισης των ξένων τοπωνυμίων ισοδυναμεί με την προσπάθεια παραποίησης ιστορικών γεγονότων. Με την κατάργηση ξένων ονομάτων εξοστρακίζονται μαζί με τα ονόματα και κάποιες λαμπρές σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας, όπως παρατηρούσε ένας μεγάλος ονοματολόγος, ο Α. Μηλιαράκης: «Δόξα ἀπολεσθεῖσα δὲν ἐπανέρχεται δι’ ἀλλαγῆς λέξεων καὶ φράσεων, οὐδὲ ἀναιροῦνται διὰ τοιούτων φιλολογικῶν παιγνίων ἱστορικαί, γλωσσολογικαὶ καὶ ἐθνολογικαὶ ἀλήθειαι» (πρβλ. Ι. Θωμόπουλος, 1991, 299). Και επειδή στην αρχική πρόταση γινόταν αναφορά σε κακόηχα και βάρβαρα ονόματα, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχουν βάρβαρα τοπωνύμια. Οι ονομασίες των τόπων μας είναι ιερές. Τα τοπωνύμια εξάλλου δεν είναι τυχαία, έχουν κάτι από το άρωμα της εποχής που πρωτοακούστηκαν, περιλαμβάνουν μέσα σε μια λέξη το νόημα της περιοχής και των ανθρώπων της, πολλές φορές μεταλλάσσονται μέσα στο χρόνο, για να συμβαδίσουν μαζί του, εντέλει κουβαλούν ένα κομμάτι της ιστορίας, του πολιτισμού, της ποικιλότητας που ταξιδεύει μέσα στους αιώνες. Όταν σβήνει ένα τοπωνύμιο με ιστορία 3-4 αιώνων γινόμαστε φτωχότεροι.
Οι μετονομασίες προωθήθηκαν επίσης με την λογική ότι με αυτές εξασθενούμε ή και αφαιρούμε από επίβουλους γείτονες επιχειρήματα για εδαφικές διεκδικήσεις. Προφανώς όμως η ιδέα είναι αφελέστατη. Όταν κάποιος εγείρει διεκδικήσεις, στηρίζεται στους δικούς του χάρτες και δεν τους δανείζεται από τους αντιπάλους του. Oποιοσδήποτε λοιπόν μπορεί να ανατρέξει στις πηγές και στους χάρτες της Ελλάδας πριν από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και να διαπιστώσει ότι πολλοί οικισμοί είχαν ονόματα διαφορετικά από τα σημερινά, όπως μπορεί να διαπιστώσει ένας Έλληνας ότι το Plovdiv της Bουλγαρίας είναι η Φιλιππούπολη και το Gökceada της Τουρκίας είναι η Ίμβρος. Ο φιλοσκοπιανός Δ. Λιθοξόου εξάλλου έχει μελετήσει και γνωρίζει καλύτερα ίσως από οποιονδήποτε Έλληνα τις μετονομασίες των ελληνικών οικισμών. Επομένως «και αν εμείς αντικαταστήσωμε τα ξενικά τοπωνύμιά μας με ελληνικά, οι εχθροί μας θα έχουν πάντα τις αποδείξεις των προσφάτων μεταβαπτισμών. Ώστε ματαιοπονούμε και ματαιολογούμε μεταβαπτίζoντας» (Ι. Θωμόπουλος, 1965, 7).
11. Στην ιστορική τους θεώρηση λοιπόν τα γεγονότα είναι γεγονότα. Με την λογική αυτή ο ονοματολόγος Ι. Θωμόπουλος τονίζει ότι πάθος παρανοήσεων, πάθος παραποιήσεων, πάθος παρασιωπήσεων δεν αποτελεί αξιοπρέπεια εθνική. Αν επιτρέπεται ένα πάθος, αυτό είναι εξάπαντος το πάθος της αλήθειας. Και αυτό ακριβώς το πάθος εφλόγιζε και τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, όταν διεκήρυσσε ότι «το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, τα ονόματα των ελληνικών τόπων αποτελούν την ιστορική μας αλήθεια, την εθνική μας αλήθεια. Δεν είναι πιόνια για οποιαδήποτε πολιτική ή διπλωματική δραστηριότητα και είναι σταθερότερα από τις εκάστοτε πολιτικές μας εξάψεις. Δεν έχουμε λοιπόν «δικαίωμα να αποφασίζουμε το μεταβάπτισμά τους, αλλά έχουμε καθήκον εθνικό να τα συγκεντρώσουμε όλα, να τα καταγράψουμε ανεξαιρέτως όλα, και να τα μελετήσουμε συστηματικά και επιστημονικά χωρίς φόβο και πάθος» (Ι. Θωμόπουλος, 1965, 7).
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι είχαμε πολύ περισσότερα και εξακολουθούμε να έχουμε και σήμερα πολλά σλαβικά, αλβανικά, τουρκικά κ.ά.π. τοπωνύμια στην πατρίδα μας. Αυτό είναι η ιστορία μας, η ιστορική μας αλήθεια. Αφού λοιπόν κάθε έθνος μoχθεί συνήθως για την προκοπή του και η προκοπή είναι ή αλήθειά του, πρέπει μάλλον να λειτουργήσει πολύ διδακτικά το παράδειγμα του φημισμένoυ γιατρού και σoβαρού πνευματικού ανθρώπου Δημ. Σαράτση και του αρχαιολόγου καθηγητή Α. Αρβανιτόπουλου, οι οποίοι στο τέλος του 19ου αιώνα πήραν μέρος στην σχετική συζήτηση με διαμετρικά αντίθετες απόψεις, συμφώνησαν ωστόσο στο εξής βασικό σημείο: «… εἶναι φρονιμώτερον νὰ φροντίσῃ τὸ Κράτος περί τῆς εὐημερίας τῶν χωρικῶν μας ἢ περὶ τῆς ἐτικέτας, τὴν ὁποίαν θὰ φέρῃ ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς αὐτῶν» (πρβλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, 1981, 577).
12. Εξετάζοντας κανείς τις δυνατότητες και τις προοπτικές θεραπείας της κατάστασης, πρέπει μάλλον να είναι πολύ απαισιόδοξος. Η λαίλαπα των μετονομασιών έχει δημιουργήσει ήδη τετελεσμένα γεγονότα και έχει οδηγήσει στην παγίωση μιας κατάστασης, η οποία δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη. Οι πνευματικοί άνθρωποι στην πλειονότητά τους αλλά και οι ειδικοί δεν ασχολούνται με αυτήν και μάλλον την έχουν αποδεχθεί, ενώ οι κατά καιρούς εθνικιστικές εξάρσεις με άξονα την καθαρότητα των ονομάτων όπως και της φυλής γενικότερα δεν επιτρέπουν μια νηφάλια προσέγγιση και μελέτη του θέματος. Προφανώς λοιπόν θα χρειασθεί και χρόνος και κόπος και αγώνας, ώστε να μπορεί να ελπίζει κανείς σε μια αναστροφή του κλίματος. Υπάρχουν ωστόσο και σημάδια ευνοϊκά. Πρώτα πρώτα η πίστη στην επιστημονική αλήθεια δεν μπορεί παρά να κατευθύνει νέους επιστήμονες σε μια επανεξέταση του θέματος. Ύστερα μάλιστα από την κατάρρευση της τέως Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του ψυχροπολεμικού κλίματος, που δέσποζε στα Βαλκάνια, φαίνεται ότι αίρονται τα πολιτικά εμπόδια για μια τέτοια προσέγγιση. Παράλληλα με την ανατολή του 21ου αιώνα έπαψαν πλέον να συντρέχουν οι εθνικοί λόγοι, οι οποίοι επέβαλαν κάποτε τη γλωσσική ομοιογένεια και την ιδεολογική περιχαράκωση των κρατών-εθνών. Όλα αυτά τα σημάδια, και πολλά άλλα ασφαλώς, μας επιτρέπουν να προσδοκούμε ότι σύντομα θα αναληφθούν μεμονωμένες έστω προσπάθειες, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια γενικότερη ανατροπή του σκηνικού και θα επιτρέψουν την δημιουργία ενός ευνοϊκότερου κλίματος, μέσα στο οποίο οι απόγονοί μας θα κατορθώσουν να επανασυνδέσουν τα ονόματα των ελληνικών οικισμών με την ιστορία τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀνδριώτης, Ν. (1967). Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς. β΄ ἔκδ. Θεσσαλονίκη, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν
Θωμόπουλος, Ἰ. (1991). Τὰ Πατρωνύμιά μας. Ἀθήνα, Ὀνόματα: Ἑλληνικὴ Ὀνοματολογικὴ Ἑταιρεία
Καμπούρογλους, Δ. (1920). Τοπωνυμικὰ παράδοξα. Ἀθῆναι, Κολλάρος
Κυριακίδης, Σ. (1926). Ὁδηγίαι διὰ τὴν μετονομασίαν κοινοτήτων καὶ συνοικισμῶν ἐχόντων τουρκικὸν ἣ σλαβικὸν ὄνομα. Ἀθῆναι, ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου
Mαλιγκούδης, Φ. (1991). Σλάβοι στη Mεσαιωνική Eλλάδα. 2η έκδ. Θεσσαλονίκη, Bάνιας
Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα, Ινστιτούτο Λεξικογραφίας
Πετρόπουλος, Ἠ. (1995). Ἡ ὀνοματοθεσία ὁδῶν καὶ πλατειῶν. Μελέτη πρὸς ὑποβοήθησιν τοῦ ἔργου τῶν ἀγραμμάτων δημοτικῶν συμβούλων. Ἀθήνα, Πατάκης
Σπανός, Β. (2004). Οι οικισμοί της βορειοδυτικής Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατία: από τον ΙΔ΄ έως τον ΙΘ΄ αιώνα. Θεσσαλονίκη, Σταμούλης
Συμεωνίδης, Χ. (2010). Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων. 2 τ. Λευκωσία, Ι. Μονή Κύκκου
Τριανταφυλλίδης, Μ. (1981). Ἅπαντα. τ. 3ος Νεοελληνικὴ Γραμματική. Ἱστορικὴ Εἰσαγωγή (1938). Ἀνατύπωση μὲ διορθώσεις. Θεσσαλονίκη, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν
Χουλιαράκης, Μ. (1973). Γεωγραφική, διοικητικὴ καὶ πληθυσμιακὴ ἐξέλιξις τῆς Ἑλλάδος 1821-1971. Ἀθῆναι, ΕΣΥΕ
Αχιλ. Καψάλης, Καθηγητής της Παιδαγωγικής
Σημ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φιλόλογος, τ.157 Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2014
3 Responses
Γιώργο τελικά μετά την ανάγνωση όλου του κειμένου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Δρακότρυπα πρέπει να μετανομασει ξανά σε Σκλάταινα. (Ο Αγ.Διονύσιος ήταν εκ Σκλαταίνης και όχι εκ Δρακότρυπας). Καλή σου μέρα Φίλε μου.
Όταν αποφασίστηκε η μετονομασία, το κοινοτικό συμβούλιο όφειλε να προτείνει κάποια ονόματα, δεν ξέρω πόσα και ποια. Για να συμπληρωθεί όμως ο αριθμός τους, ένας σύμβουλος που έμενε κοντά στη δρακότρυπα, πρότεινε να μπει κι αυτό το όνομα, μη πιστεύοντας κανείς ότι θα ήταν εκείνο που θα ενέκρινε η αρμόδια επιτροπή. Και όμως!
Για μένα ήταν ένα όνομα μισητό! Κόντευα να τελειώσω το δημοτικό σχολείο και δεν έλεγα καθαρά το “ρο”. Καταλαβαίνεις τι δύσκολο είναι να προφέρεις μια λέξη με δυο “ρο” και μάλιστα έπειτα από οδοντόφωνα σύμφωνα;
εξαιρετική ανάλυση!!! θερμά συγχαρητήρια!