ΤΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Δεν ήταν δρόμος πιο περαστικός απ’ αυτόν σ’ ολόκληρο το χωριό. Αδύνατο μην τον περάσει κανείς όταν ήταν ν’ ανέβει στην απάνω γειτονιά η να κατέβει στην κάτω. Ήταν όλος καλντερίμι κι όλο ανηφόρα, αρχίζοντας από κάτω από της Σαματρίψαινας το σπίτι, ως απάνω στην εκκλησιά της Παναγίας της Σαλονικιάς χίλια βήματα· κάθε βήμα και σταμάτημα. Εφούσκωνε, λαχάνιαζε, κοντανάσαινε κανείς για ν’ ανεβεί, γλιστρούσε για να κατεβεί. Άμα πατούσε κανείς το καλντερίμι, αφού άφηνε πίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου και το παλιόσπιτο του γέρο-Παγούρη με την μαντρογυρισμένη αυλή, βρισκόταν αντικρύ στο σπίτι του Χατζη-Παντελή με τον αυλόγυρο σύρριζα στο βράχο. Από κάτω έχασκε μεγάλος μονοκόμματος γκρεμός, που σου ερχόταν ζάλη να τον βλέπεις, με δυο-τρία χαμόδεντρα ριζωμένα πάνω του, που στο σκοτάδι της νύχτας θα φάνταζαν σαν κλέφτες που σκαρφάλωναν το γκρεμό ή σαν καλλικάντζαροι που παραμόνευαν κρυμμένοι, ώσπου να έρθει η ώρα να μπουν στα σπίτια από τις καμινάδες. Το κύμα φλοίσβιζε στα πόδια του γκρεμού και ο ακούραστος βοριάς, ο χιονόμαλλος βασιλιάς του χειμώνα, εσήκωνε τους κάτασπρους αφρούς ως το μισό ύψος.
Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά ανεβαίνοντας, δίπλα στο σπίτι του γέρο Παγούρη και αντικρύ στου Χατζη-Παντελή, βρισκόταν ένα κτίριο μισοτελειωμένο ένα πάτωμα ψηλό, με τα δοκάρια της σκεπής σκεβρωμένα από βροχή και την πολυκαιριά, με φαγωμένους τους τοίχους. Η εγκατάλειψη, η βροχή κι ο άνεμος το είχαν καταντήσει σωστό ερείπιο.
Τα παιδιά, όσα γύριζαν από το σχολείο το βράδυ για ν’ αφήσουν τα βιβλία στο σπίτι τους, ν’ αρπάξουν ένα κομμάτι ψωμί από το ερμάρι και να τρέξουν ακράτητα να παίξουν στο γιαλό, έριχναν ένα σωρό πέτρες στο μισογκρεμισμένο σπίτι, για να εκδικηθούν, τώρα που ήταν ημέρα, για τον τρόμο που τους προξενούσε τη νύχτα. Οι παπάδες όταν γύριζαν την παραμονή των Φώτων με τους σταυρούς και τις αγιαστούρες τους, αγιάζοντας σπίτια, δρόμους και μαγαζιά και διώχνοντας τους καλλικάντζαρους, ξεχνούσαν να ρίξουν μια στάλα αγιασμό στο άτυχο και ρημαγμένο σπίτι, που δεν το είχε χαρεί ο νοικοκύρης που το έχτισε και που δεν είχε αξιωθεί να χαρεί τη νοικοκυρά του. Ένα τέτιο σπίτι λοιπόν ήταν φυσικό να γίνει λημέρι των καλλικάντζαρων, άσυλο των βρυκολάκων και κρυψώνας των στοιχειών.
Δεν είχε αξιωθεί να χαρεί τη νοικοκυρά του. Ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαίος, ένας από τους καλύτερους λεβέντες του καιρού του, είχε γνωρίσει στο Σταυροδρόμι, στην Πόλη, την Κοκκώνα-Αννίκα, μια ψηλή κι όμορφη κοπέλα με χρυσόξανθα μαλιά. Την αρραβωνιάστηκε, κι όταν κατέβηκε με το καράβι του στην πατρίδα παράγγειλε να του χτίσουν ένα ωραίο σπίτι, με σχέδιο ασυνήθιστο ως τότε στο χωριό του. Και λογάριαζε με το πρώτο ταξίδι του να φέρει έπιπλα από τη Βενετιά για να συγυρίσει και στολίσει το καινούργιο σπίτι και να το κάνει άξιο να δεχτεί τη νοικοκυρά του, την ξανθιά κι όμορφη Κοκκώνα που θάφερνε Από την Πόλη. Μα το σπίτι δεν έμελλε να αποτελειώσει, γιατί η Κοκκώνα πέθανε αρραβωνιασμένη ακόμα και το καινούργιο σπίτι έμεινε μισοτελειωμένο, έρημο κι άχαρο στο ανηφορικό καλντερίμι, δίπλα στο βράχο. Τ’ όνομα μονάχα του ‘μεινε: «Της Κοκκώνας το σπίτι».
Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων δυο παιδιά κατέβαιναν με ζωηρά βήματα το καλντερίμι. Τα πόδια τους, ασυνήθιστα να φορούν παπούτσια, που τα είχαν βάλει εκείνη την ημέρα μόνο επειδή ήταν σκόλη, έκαναν φοβερό κρότο επάνω στις πλάκες. Το ένα παιδί κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι στο χέρι του. Η ώρα ήταν εφτά το βράδυ. Η νύχτα ήταν ξάστερη και κρύα. Δυνατός άνεμος κατέβαινε παγωμένος από τα χιονισμένα βουνά, κι έκανε τα σφιχτοκλεισμένα παράθυρα και τις κλειδομανταλωμένες πόρτες να στενάζουν κάτω από το παγερό του φύσημα. Τα παιδιά εμάλωναν σα γνήσιοι φίλοι.
—Εγώ είδα που σούδοσε ένα εικοσαράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το ένα.
—Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο, μια πεντάρα μούδοσε, να τηνε. Κι έδειχνε ανάμεσα στα δάχτυλα του μια πεντάρα.
—Όχι, επίμενε το άλλο που κρατούσε το φανάρι. Το είδα εγώ που ήταν εικοσαράκι, δε με γελάς.
—Όχι, μα την Παναγία, βρε Νάσο. Μια πεντάρα σου λέω.
—Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;
—Θα σ’ πέσει το φανάρι.
Μονομιάς ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ετοιμάστηκε να ψάξει τον Αγγελή. Επειδή δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον, είχαν πάρει τα μέτρα τους από πριν. Είχαν συμφωνήσει, μόλις έβγαιναν από κάθε σπίτι όπου πήγαιναν να ψάλλουν τα κάλαντα να κάνουν ευθύς μερτικό πεντάρα με πεντάρα και να μην είναι κανένας κάσα, ώσπου να τελειώσουν το γύρο τους. Μα την τελευταία φορά ο Νάσος είχε υποψιαστεί τον Αγγελή.
Καθώς τσακώνονταν οι δυο φίλοι ξέχασαν πώς είχαν φτάσει κιόλας στο στενό μέρος του καλντεριμιού και πώς βρίσκονταν κάτω από το ρημαγμένο σπίτι της Κοκκώνας, απ’ όπου έβγαιναν τα φαντάσματα. Είχαν σταματήσει εκεί μπροστά κι ο Νάσος άρχισε να ψάχνει τον Αγγελή.
Ο Αγγελής, όσο ο άλλος έψαχνε τις τσέπες του παντελονιού του, καθόταν φρόνιμος, μα όταν το χέρι ανέβηκε και άρχισε να ψάχνει τον κόρφο του, έπιασε το γιλέκο του από την αριστερή μεριά και το έσφιγγε με όλη του τη δύναμη, εμποδίζοντας το χέρι του φίλου του να φτάσει ως εκεί.
—Δε μ’ αφήνεις να σε ψάξω;
—Άφησε με, δεν έχω τίποτε.
—Είσαι ψεύτης.
Ο Αγγελής σήκωσε το χέρι του απειλητικά.
—Είσαι ψεύτης και κλέφτης!
Ο Αγγελής κατέβασε το χέρι του κι έδωσε το μπάτσο μα την ίδια στιγμή πρόβαλε μπροστά τους ένα φοβερό στοιχειό, με κατάμαυρο το πρόσωπο, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με κουρέλια αντίς για ρούχα, και μια χοντρή φωνή αντήχησε:
—Τι μαλώνετε βρε;
Τα παιδιά έβγαλαν μαζί και τα δυο μια πνιγμένη φωνή και δοκίμασαν να τρέξουν παρατώντας το φανάρι καταγής. Μα ο παράξενος καλλικάντζαρος έδωσε μια κλωτσιά στο φανάρι, που έσβησε στη στιγμή, και με τα δυο του χέρια άρπαξε τα δυο παιδιά από τους ώμους,
—Ποιος είναι κάσα, βρε;
Τα παιδιά σπαρταρούσαν σαν τα ψάρια και δοκίμαζαν να φύγουν.
—Μη φοβάστε, δε σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας για να μην μαλώνετε και σκοτωθείτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.
Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες των παιδιών και τα έσυρε κατά την πόρτα του ρημαγμένου σπιτιού, απ’ όπου φαίνεται πώς είχε βγει ο παράξενος εκείνος καλλικάντζαρος. Εκεί έβαλε το Νάσο πίσω από την πόρτα στη γωνιά, και για να μην του φύγει έφραξε το άνοιγμα με το ίδιο του το σώμα κι έψαξε τον Αγγελή μ΄ όλη του την ησυχία. Βρήκε δεκαπέντε με είκοσι πεντάρες και δεκάρες μες στις τσέπες του. Ύστερα έψαξε το Νάσο. Βρήκε άλλα τόσα και στις δικές του τσέπες και σαν τέλειωσε τους άφησε ελεύθερους και τους δυο.
—Πηγαίνετε τώρα και μη φοβάστε, άλλη φορά να μη μαλώνετε.
Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύσει και πώς να γιορτάσει Χριστούγεννα εκείνη τη χρονιά. Δουλειά τις περισσότερες φορές δεν είχε κι ήταν ο χειρότερος τεμπέλης και χασομέρης του χωριού. Οι τεμπέλικες μικροδουλειές που έπιανε καμιά φορά, πότε κουβαλώντας νερό με τη στάμνα στα σπίτια, πότε κάνοντας τον υπηρέτη στους περιβολάρηδες, στους θεριστάδες και στους εργάτες των λιοτριβειών και πότε βοηθώντας τους γρυπάρηδες στο τράβηγμα του ατέλειωτου γρύπου τους επάνω στη μεγάλη άμμο, στο γιαλό, δεν τον είχαν σηκώσει εκείνο το χρόνο. Τι να κάνει; Πώς να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα;
Τι σοφίστηκε;
Της Κοκκώνας το σπίτι, που τόσο το φοβόνταν τα παιδιά του χωριού και που δεν το άγιαζαν τα Φώτα οι παπάδες όταν κατέβαιναν απ’ την απάνω γειτονιά με τους σταυρούς, ήταν το καλύτερο λημέρι για να κρυφτεί κανείς και να περάσει για καλλικάντζαρος μια και το καλούσαν οι μέρες. Απ’ το σπίτι αυτό θα περνούσαν όλα τα παιδιά της κάτω γειτονιάς, δηλαδή τα περισσότερα παιδιά του χωριού στο γύρισμα τους από την απάνω γειτονιά, όταν θα είχαν τις τσέπες τους γεμάτες. Ο Παλούκας δεν κάθησε να σκεφτεί περισσότερο. Πήρε ένα μαύρο σιδερένιο τηγάνι, μουντζούρωσε όλο του το πρόσωπο -έγινε δηλαδή μασκαράς δυο μήνες προτού να ρθει η αποκριά- φόρεσε κάτι παλιοκούρελα που βρήκε πεταγμένα και άμα νύχτωσε βγήκε από το σπίτι του και πήγε και ξεκάρφωσε κρυφά τις παλιοσανίδες που ήταν καρφωμένες σταυρωτά στην πόρτα του σπιτιού της Κοκκώνας και έφραζαν το άνοιγμα.
Μια ώρα αργότερα κατέβηκε από το καλντερίμι η πρώτη παρέα των παιδιών που είχαν βγει για να πουν τα κάλλαντα και τώρα γύριζαν σπίτια τους, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδαμε πώς ήρθαν βολικά τα πράματα και πώς ο Παλούκας πέρασε κιόλας για ειρηνευτής στους δυο μικρούς που είχαν τσακωθεί.
Αφού ο Αγγελής κι ο Νάσος το ‘βαλαν στα πόδια, μη ξέροντας πού πατούσαν και πού βρίσκονταν, κατέβηκαν άλλα παιδιά κι ύστερα άλλα. Ο Παλούκας άκουγε από μακριά τα βήματά τους και τις εύθυμες φωνές τους και ψιθύριζε:
—Μας έρχεται άλλη ζυγιά.
Η τελευταία ζυγιά που κατέβηκε ήταν ο Στάμος κι ο Αργύρης, δυο φρόνιμα παιδιά. Εκείνοι δε μάλωναν, μα συζητούσαν μεταξύ τους δυνατά, σαν δυο καλοί φίλοι, τι θα τα έκαναν όλα τα λεφτά που θα μάζευαν εκείνη τη βραδιά.
—Να φτιάσουμε κι ένα σκεπαρνάκι, βρε.
—Να κόψουμε μια λεύκα.
—Να πάρουμε φλαμούρι να κάνουμε καράβι.
—Να βγάλουμε από το πεύκο τ’ Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
—Εσύ θα είσαι μαραγκός κι εγώ πρωτομάστορας.
—Βρε! καλώς τους τους μαστόρους! ακούστηκε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι.
Ήταν η τρίτη ή η τέταρτη φορά που έβγαινε ο Παλούκας από την κρυψώνα του. Ο Στάμος κι ο Αργύρης έβαλαν μια στριγγιά φωνή και θέλησαν να φύγουν, μα ο Παλούκας έβαλε σε πράξη τη μέθοδό του και τους άδειασε τις τσέπες.
—Είναι άλλη ζυγιά; ρώτησε ύστερα.
Τα παιδιά τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια, κοκαλωμένα από τον τρόμο τους. Μα ο Στάμος, που ήταν δώδεκα χρονώ και έξυπνο παιδί, κατάλαβε πώς δεν ήταν φάντασμα. Ο φόβος του λιγόστεψε κι ο Αργύρης βλέποντας τον ησυχότερο πήρε κι αυτός κουράγιο.
—Είναι κι άλλη ζυγιά; ξαναρώτησε μ’ επιμονή ο παράξενος καλλικάντζαρος.
—Τι ζυγιά; κατάφερε να πει ο Στάμος.
—Είναι κι άλλα παιδιά να κατέβουν Από το μαχαλά;
—Δεν ξέρω, είπε ο Στάμος.
Τη φορά αυτή ο Παλούκας δεν έκανε τον κόπο να σβήσει το φανάρι, γιατί, όπως είχε κρίνει, τα παιδιά δε μπορούσαν να τον γνωρίσουν. Μα ο Στάμος τον κοίταζε τόσο καλά, ώστε «γύριζε μέσα στο νου του» ότι κάποιος ήταν και δεν έλειπε πολύ για να τον καταλάβει.
—Πες μου, βρε, αν είναι κι άλλη ζυγιά, επέμενε ο Παλούκας.
—Δεν ξέρω, ξαναείπε ο Στάμος.
Επιτέλους ο Παλούκας άφησε τα δυο παιδιά ελεύθερα.
Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά και βροχή από πέτρες άρχισε να δέρνει τη σκεπή, τα δοκάρια και τους τοίχους του έρημου σπιτιού. Κάμποσες πέτρες περνούσαν, άλλες ανάμεσα από τα δοκάρια της σκεπής και άλλες από τα παράθυρα και έπεφταν μέσα στο σπίτι. Ένα ολόκληρο στράτευμα από παιδιά είχε ξεκινήσει από τον αυλόγυρο της εκκλησίας των Τριών Ιεραρχών, που βρίσκονταν λιγάκι παρακάτω, και πετροβολούσε αλύπητα το άσυλο του καλλικάντζαρου.
Τα δυο πρώτα παιδιά, ο Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφτασαν λαχανιασμένα στη μικρή πλατεία που βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία, μην έχοντας πια γιατί πράμα να μαλώσουν, μόνιασαν. Κι αφού συζήτησαν σαν καλοί φίλοι, έβγαλαν κι οι δυο τους το συμπέρασμα, πώς εκείνος που τους πήρε τα λεφτά μια και δεν τους πήρε ούτε τη φωνή ούτε το μυαλό, θα πει πώς δεν ήταν φάντασμα ούτε βρυκόλακας, κι αφού δε δοκίμασε να τους φάει, θα πει πώς δεν ήταν καλλικάντζαρος. Τί άλλο θα ήταν λοιπόν; Θα ήταν άνθρωπος, χωρίς άλλο.
Η δεύτερη ζυγιά των παιδιών έφτασε ύστερα από λίγη ώρα κι ύστερα η τρίτη και η τέταρτη. Τα παιδιά φανέρωσαν αναμεταξύ τους τα παθήματά τους, και κατάλαβαν πώς κάποιος τους την είχε παίξει. Στο τέλος ο Στάμος, που ήρθε τελευταίος μαζί με τον Αργύρη, πρότεινε, και όλοι ψήφισαν, να εκδικηθούν τον καλλικάντζαρο και να κάνουν νυχτερινή έφοδο στο σπίτι.
Ο Παλούκας τη στιγμή εκείνη συλλογιόταν αν ήταν καλύτερα να φύγει η να περιμένει ακόμα λίγο. Είχε μαζέψει αρκετά χρήματα, όσα θα τον έφταναν για να μεθύσει τα Χριστούγεννα ως και την άλλη μέρα και του Αγίου Στέφανου ακόμη. Εκεί λοιπόν που ήταν έτοιμος να φύγει, και πάλι έμεινε, άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες σα χαλάζι.
—Να μια ζυγιά! φώναξε εκδικητικά ο Στάμος.
—Να μια ζυγιά! φώναξαν και τ’ άλλα παιδιά.
Πέντε δευτερόλεπτα νωρίτερα αν αποφάσιζε ο Παλούκας να φύγει, θα ήταν κιόλας μακρυά. Αλλά τώρα πια ήταν αργά.
Αποφάσισε ν’ αρπάξει μια σανίδα και έχοντας την για ασπίδα μαζί και για σπαθί να κάνει ηρωική έξοδο, περνώντας ανάμεσα από τον εχθρό. Μα δεύτερο πετροβόλημα, δυνατότερο από το πρώτο, τον έκανε να χωθεί ξανά μέσα στο σπίτι, χτυπημένος στο πόδι και στο χέρι.
—Να κι άλλη ζυγιά! φώναξε ο Στάμος με κακία.
—Να κι άλλη ζυγιά! έλεγαν τ’ άλλα παιδιά.
Ο Παλούκας κόλλησε στην από μέσα γωνιά του σπιτιού στερεώνοντας την πλάτη του στον τοίχο κι απόμεινε ζαρωμένος κάτω από ένα δοκάρι, αλλά κι εκεί μια μεγάλη πέτρα αφού χτύπησε τον τοίχο λόξεψε και πέρασε ξυστά από τον λαιμό του.
—Βρε, από σπόντα, μουρμούρισε ο Παλούκας, γελώντας κι εκείνος δίχως να το θέλει.
Για καλή του τύχη οι εχθροί του δεν αποφάσιζαν να έρθουν ως την πόρτα του σπιτιού. Ένα ίχνος φόβου έμεινε ακόμη μέσα τους μ’ όλο που ήθελαν να κάνουν τους παλικαράδες.
Στο τέλος, επειδή η μάχη τραβούσε πολύ σε μάκρος, ο Παλούκας σκέφτηκε και αποφάσισε να σκαρφαλώσει στον τοίχο, πατώντας στις τρύπες που βρίσκονταν ακόμη από τα μαδέρια και τις σκαλωσιές. Το έκανε γρήγορα-γρήγορα, και αφού έφτασε ως επάνω, πήδησε αποφασιστικά από το άλλο μέρος, στην αυλή του γέρο-Παγούρη.
Ήταν ως δυο μπόγια ψηλή, όχι περισσότερο. Ο Παλούκας έπεσε βαρύς χτύπησε στο γόνατο. Ξαπλώθηκε κάτω, ξανασηκώθηκε, κι αφού πασπάτεψε, όλο το κορμί του και βεβαιώθηκε πώς δεν είχε σπάσει κανένα κόκαλο, το έβαλε στα πόδια, τρέχοντας κατά την άλλη άκρη της αυλής, που την έφραζε ένας χαμηλός μαντρότοιχος.
Ο χτύπος που έκανε πέφτοντας ακούστηκε ως έξω από το σπίτι, εκεί που στέκονταν τα παιδιά. Ο Στάμος φώναξε, εμπρός και δοκιμάζοντας το μάνταλο της αυλόπορτας του γέρο-Παγούρη είδε πώς ήταν ανοιχτή. Χύμηξε λοιπόν μέσα πρώτος και τ’ άλλα παιδιά έτρεξαν Από πίσω του.
Μαζί όμως με το βρόντο, που έκανε πέφτοντας ο Παλούκας ακούστηκε κι ένας άλλος κρότος ένας κρότος μεταλλικός. Λεφτά του είχαν πέσει από την τσέπη καθώς πήδησε.
Ο Παλούκας δε γύρισε πίσω να τα μαζέψει.
Ο Αγγελής, ένα από τα παιδιά, άκουσε καθαρά το μεταλλικό κρότο, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος όπου είχαν πέσει οι γαζέτες και αφού έσκυψε, άρχισε στα σκοτεινά να μαζεύει τις πενταροδεκάρες με τη φούχτα, ενώ τ’ άλλα παιδιά έτρεχαν πίσω από τον Παλούκα πετροβολώντας τον και φωνάζοντας αδιάκοπα:
— Να κι άλλη ζυγιά!… Να κι άλλη ζυγιά!…
Από το σπίτι του γέρο-Παγούρη ακούστηκε τώρα ένα παράθυρο ν’ ανοίγει. Ο γέρος, ακούγοντας την ανεξήγητη εκείνη φασαρία που γινόταν νύχτα ώρα στov αυλόγυρό του, άνοιξε το παράθυρο και ρωτούσε μ’ απορία…
—Τι είναι; τι τρέχει; ποιος είναι; ποιοί είστε; έ! δεν ακούτε;… Όταν ο Αγγελής μάζεψε όσα λεφτά βρήκε, βγήκε πάλι από την ίδια πόρτα που είχε μπει, ενώ τ’ άλλα παιδιά κυνηγούσαν πέρα Από το φράχτη στο βρόντο τον Παλούκα, που είχε γίνει πια άφαντος, φωνάζοντας:
—Να κι άλλη ζυγιά!… Να κι άλλη ζυγιά!…
_______________________________________________________________________________________________
(Η διασκευή είναι της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΤΑΡΣΟΥΛΗ. Η Γεωργία Ταρσούλη (1916-1986) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε κυρίως με το παιδικό βιβλίο και ήταν συντάκτρια στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων». Έγραψε πολλά παιδικά βιβλία ανάμεσά τους και την σειρά βιβλίων «Ήμουν κι’ εγώ εκεί» κατά την δεκαετία του 1960)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 1851 — 1911
Ο διαλεχτός Έλληνας πεζογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στο νησί Σκιάθος στις 4 Μάρτη 1851.
Έμαθε τα στοιχειώδη γράμματα στο γενέθλιο νησί. Μετά φοίτησε στο Σχολαρχείο της Σκοπέλου κι έπειτα στα Γυμνάσια πρώτα της Χαλκίδας κι ύστερα του Πειραιά και της Αθήνας.
Σαν πήρε το δίπλωμα του Γυμνασίου γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας δεν μπόρεσε να τελειώσει τις σπουδές του, γιατί αντιμετώπιζε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
Ρίχθηκε στη σκληρή βιοπάλη για να κερδίζει το ψωμί του και ταυτόχρονα διάβαζε με πάθος γιατί διψούσε για μόρφωση.
Για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε με το μυθιστόρημα «Η Μετανάστις» το 1879. Σε συνέχεια έγραψε πολλά διηγήματα (συνολικά 181) και 4 μυθιστορήματα.
Τα κυριότερα από τα έργα του είναι: «Η Φόνισσα», «Ολόγυρα στη Λίμνη», «Οι χαλασοχώρηδες», «Όνειρο στο κύμα», «Η σταχομαζώχτρα». «Το αστεράκι», «Το μοιρολόγι της Φώκιας» κ.α.
Πέθανε πολύ φτωχός στις 2 Γενάρη 1911.
Το διήγημα αυτό πάρθηκε από το Αναγνωστικό για την Έβδομη Τάξη του Δημοτικού των παιδιών που ζούσαν στην Ουγγαρία και σε άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες. Εκδόθηκε από τις Σχολικές Εκδόσεις το 1972 σε επιμέλεια των Γιώργη Ζωίδη και Μιχάλη Ράπτη και τυπώθηκε σε 6.000 αντίτυπα. Ευχαριστώ τον Γιάννη Ράπτη, αδερφό του καθηγητή και επιμελητή Μιχάλη, που μου το χάρισε! Στην αντιγραφή τούτη τηρήθηκε η ορθογραφία του βιβλίου εκτός από το μονοτονικό.
Θέματα για τα παιδιά του σχολείου:
-Γράψετε μια σύντομη έκθεση με θέμα: Η περιπέτεια του Παλούκα και το δίδαγμά της.
-Να βρείτε τα αποσπάσματα που αναφέρονται στην περιγραφή και τις συνήθειες του χωριού.
________________________________________________________________________________________________
Στο παρακάτω βίντεο ακούγεται το διήγημα στην αυθεντική γραφή του Παπαδιαμάντη!