1986 – “ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ” ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ
Εκδρομή στη γειτονική χώρα πριν 37 χρόνια
Πλησίαζαν Χριστούγεννα του 1986 και πέρασαν από τότε 37 χρόνια. Κάπου πήρε το μάτι μας ότι είχαν “ανοίξει” τα σύνορα με την Αλβανία και ότι ένα γραφείο ταξιδίων στα Γιάννενα οργάνωνε τα Χριστούγεννα μια εκδρομή στη γειτονική χώρα. Έτσι κι αλλιώς τις μέρες των Χριστουγέννων θα τις περνούσαμε με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας στα Γιάννενα και και αφού ένα ταξίδι λίγων ημερών σε έναν άγνωστο τόπο δεν θα ήταν άσχημη εμπειρία, αποφασίσαμε να πάμε.
Το πώς περάσαμε περιγράφεται στις επόμενες σελίδες, που γράφτηκαν λίγες μέρες μετά την επιστροφή μας. Από τότε όμως έμειναν στο συρτάρι και νομίζω πως κανείς δεν τις έχει διαβάσει. Πριν λίγες μέρες έπιασα, όπως το συνηθίζω πολλές φορές, το ημερολόγιο της μάνας μου για να δω τι έγραφε στις σημειώσεις της αυτών των ημερών και είδα ότι στις 24 Δεκεμβρίου του 1986 έγραφε με τη δική της ορθογραφία “Ο Γιώργος με τη Νήτσα πήγανε εκδρομή στην αλβανία με πούλμαν από τα Γιάνενα”! Έτσι λοιπόν παρακινήθηκα και ανέβασα σήμερα αυτό το κείμενο εδώ!
Γιώργος Γούσιας
Η επιθυμία μου να επισκεφθώ την Αλβανία δεν ήταν καινούργια. Βρισκόταν μέσα μου από τα παιδικά μου ακόμη χρόνια. Και δεν την είχαν τοποθετήσει εκεί μόνο οι ιστορίες, οι θρύλοι και οι παραδόσεις για τον Αλή Πασά και τους τουρκαλβανούς. Ούτε μόνο τα μελωδικά, πολυφωνικά και μελαγχολικά αλβανικά τραγούδια. Ούτε βέβαια μόνη η περιέργεια να γνωρίσω την πιο απομονωμένη χώρα της Ευρώπης. Εκείνο που πιστεύω πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη γέννηση αυτής της επιθυμίας, ήταν χωρίς άλλο τα ακούσματα και τα διαβάσματα για τον τιτάνιο αγώνα του ελληνικού λαού απέναντι στον ιταλικό φασισμό, για τον αγώνα που δόθηκε στα χώματα της γειτονικής μας Αλβανίας.
Το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι, η Κορυτσά, το Πόγραδετς, η Τρεμπεσίνα, ο Δεβόλης, ονόματα γνωστά και ιερά μαζί, ασκούσαν μέσα μου ένα είδος σεβασμού και υποβολής. Κάθε που γινόταν λόγος γι αυτούς τους τόπους, στον νου μου ερχόταν οι διηγήσεις των δικών μου, για το τράνταγμα των παραθυρόφυλλων του σπιτιού μας από τους κανονιοβολισμούς του μετώπου, για τα ξεπαγιάσματα, την πείνα και ψείρα των στρατιωτών, για το αίμα που έβαψε τα χιονισμένα βουνά και τέλος για τα κόκαλα εκείνων, που στο όνομα κάποιων μεγαλοποιημένων διαφορών και πολιτικών σκοπιμοτήτων, εγκαταλείφθηκαν για πάντα στην ξένη γη.
Το ταξίδι έγινε τα Χριστούγεννα του 1986. Μόλις μάθαμε ότι κάποιο πρακτορείο των Ιωαννίνων οργάνωνε εκδρομή για την Αλβανία και χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί με κανέναν άλλον για παρέα, αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να πάμε οι δυο μας. Στο λεωφορείο βρεθήκαμε καμιά τριανταριά άτομα από την Αθήνα, την Πάτρα, τα Γιάννενα και από άλλα μέρη, που όλοι σχεδόν είχαμε την ίδια φιλοδοξία: να είμαστε από τους πρώτους που θα γνωρίσουμε τη γειτονική μας χώρα -μια που μόλις τον περασμένο χρόνο επιτράπηκαν οι τουριστικές επισκέψεις- πριν ο τουρισμός επιφέρει κι εκεί τις σαρωτικές του αλλαγές.
Το φυλάκιο της Κακαβιάς απέχει από τα Γιάννενα γύρω στα 50 χιλιόμετρα. Παραμονή Χριστουγέννων και στον μεθοριακό σταθμό δεν ήταν παρά μόνο δύο υπάλληλοι για τις σχετικές διατυπώσεις. Κατεβάσαμε τις αποσκευές μας από το λεωφορείο, μας σφράγισαν τα διαβατήρια και ένας φαντάρος μας άνοιξε την πόρτα για την «νεκρή ζώνη». Δέκα μέτρα πιο κει ήταν ο Αλβανός φρουρός. Σταθήκαμε μπροστά στην κατεβασμένη μπάρα και περιμέναμε. Εκεί συνειδητοποίησα την, πραγματικά, τέλεια άγνοια που είχαμε για τη χώρα, στο κατώφλι της οποίας στεκόμασταν. Με πλησίασε ένας μουσάτος συνταξιδιώτης με έκδηλη ανησυχία, την οποία προσπαθούσε να κρύψει, και με ρώτησε μισοαστεία: «Λες να μας κόψουν τα μούσια;»
Το ευγενικό καλωσόρισμα του Αλβανού αξιωματικού -αξιωματικοί και στρατιώτες φορούν τα ίδια ακριβώς ρούχα, μόνο το καπέλο τους διαφέρει- ήταν η πρώτη επαφή μας με την Αλβανία. Από την κατάσταση της ομαδικής βίζας που διάβαζε, ένας-ένας περνούσαμε στο έδαφος της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας . «Περάστε από δω, συμπληρώστε αυτό το έντυπο, εδώ θα πιείτε καφέ η κονιάκ, εκεί θα αλλάξετε συνάλλαγμα…» όλοι τους μιλούσαν ελληνικά. Ευχάριστο ξεκίνημα για μας τους Έλληνες, που όπου και να πάμε δεν βρίσκουμε ψυχή να μιλάει τη γλώσσα μας και πάρα πολλοί αμαθείς τσαλαβουτάμε στα θολά νερά των μαθητικών μας γνώσεων μπας και ψαρέψουμε καμιά εγγλέζικη η γαλλική λέξη για να συνεννοηθούμε.
Δεν αργήσαμε πολύ να τελειώσουμε. Το λεωφορείο της ALBTURIST -της υπηρεσίας τουρισμού της Αλβανίας -ένα πράσινο FIAT με αναμμένη τη μηχανή και το καλοριφέρ και με τα κατακάθαρα μαξιλάρια στη θέση τους, μας περίμενε. Οδηγός του ο Σουλεϊμάν Πέπα, ένας καλοκάγαθος Αλβανός που δεν ήξερε καθόλου ελληνικά, αλλά που φόρτωσε με πολύ μεγάλη προθυμία τις αποσκευές μας στο αυτοκίνητό του.
Ανεβήκαμε όλοι. Τελευταίος ανέβηκε ένας μαυριδερός άνδρας με κατάμαυρα μαλλιά κι ένα ζευγάρι μεγάλα γυαλιά μυωπίας, που λίγο πριν μας βοηθούσε στην συμπλήρωση των εντύπων και μας έδινε τις πρώτες απαντήσεις στις ερωτήσεις μας. Ήταν ο ξεναγός μας, που για τέσσερα εικοσιτετράωρα, θα ήταν για μας η σύνδεση με τον κόσμο που βλέπαμε γύρω μας, ο άνθρωπος που θα φρόντιζε για το φαγητό μας, τον ύπνο μας, μα προπαντός ήταν η φωνή της σημερινής Αλβανίας. Το όνομα του ήταν Βασίλης Φέρρος. Ξαφνιάστηκα στο άκουσμά του, γιατί λίγες μέρες νωρίτερα διάβαζα το όνομα του στο βιβλίο του Βάσου Γεωργίου «Η Αλβανία σήμερα», όπου έγραφε, πως όταν επισκέφτηκε την Αλβανία σαν προσκαλεσμένος του αλβανικού κράτους, ξεναγός του στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, ήταν ο γενικός επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης Βασίλης Φέρρος, Αλβανός πολίτης από την ελληνική μειονότητα.
-Είμαστε στα πρώτα βήματα του τουρισμού και για την ώρα δεν φιλοδοξούμε να λύσουμε τα οικονομικά μας προβλήματα με τον τουρισμό, είπε ο Βασίλης Φέρρος, μαντεύοντας πολλών μας την ερώτηση. Στη χώρα μου, όπως καταλαβαίνετε, δεν υπάρχουν επαγγελματίες ξεναγοί. Μέχρι να γίνει αυτό, τέτοια καθήκοντα για τους Έλληνες επισκέπτες αναθέτονται σε εργαζόμενους που καταγόμαστε από τις περιοχές της μειονότητας (συνήθως παραλείπεται το «ελληνικής» γιατί δεν υπάρχει άλλη μειονότητα στην Αλβανία εκτός από της ελληνική).
ΜΕΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Αλβανία, άρχισε την ξενάγηση του ο Βασίλης Φέρρος… Η Αλβανία, γράφουν οι εγκυκλοπαίδειες και τα βιβλία, είναι η μικρότερη βαλκανική χώρα [πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας]. Ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη το 1912 και τα σύνορα της καθορίστηκαν στη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1913. Η συνοριακή της γραμμή με την Ελλάδα φτάνει τα 256 χιλιόμετρα Και με την Γιουγκοσλαβία τα 476 χιλιόμετρα Οι ακτές της στην Αδριατική και το Ιόνιο έχουν μήκος 472 χιλιόμετρα Το στενό του Οτράντο μήκους 75 χλμ την χωρίζει από την ιταλική χερσόνησο.
Η συνολική της έκταση είναι 28.748 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια κατοίκους. Η επιφάνεια της Αλβανίας είναι ορεινή. Τα 3/4 του εδάφους της είναι βουνά και λόφοι και το μέσο υψόμετρο της είναι 708 μέτρα. Η υψηλότερη κορυφή της ξεπερνά τα 2700 μέτρα. Τα πιο γνωστά βουνά είναι η Γεζέρτσα στις Αλβανικές Άλπεις, ο Τόμαρος, η Μοράβα, το Πρόκλεπε, η Τρεμπεσίνα. Στις βαθιές χαράδρες που αφήνουν ανάμεσα τους σχηματίζονται ποτάμια με άφθονα και ορμητικά νερά. Τα μεγαλύτερα απ’ αυτά είναι ο Δρίνος, ο Σέμαν και ο Αώος (Βιόσα). Οι μεγαλύτερες λίμνες είναι της Σκόδρας, της Οχρίδας και της Πρέσπας. Τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα υδατοφράγματα και οι τεχνητές λίμνες, που αποτελούν σημαντική πηγή ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε σε σχέση με τον πληθυσμό της, η Αλβανία να κατέχει την δεύτερη θέση στην Ευρώπη μετά την Νορβηγία. Το κλίμα είναι μεσογειακό, ήπιο στην νοτιοδυτική ζώνη και ηπειρωτικό στην βορειοανατολική. Οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 1000 χιλιοστά.
Οι Αλβανοί αποτελούν περίπου το 96% του πληθυσμού. Πάνω από το 2% (σύμφωνα πάντα με τα δικά τους στοιχεία) είναι Έλληνες και οι υπόλοιποι είναι διάφοροι άλλοι λαοί. Η Αλβανία έχει τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού στην Ευρώπη. Μέσα σε 35 χρόνια διπλασιάστηκε και από 1,2 εκατομμύρια. Το 1938 έφτασε τα 2,4 εκατομμύρια. Το 1975 η μέση πυκνότητά του έφτασε τα 100 άτομα ανά τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στις πόλεις κατοικεί μόνο το 1/3 των κατοίκων. Οι μεγαλύτερες απ’ αυτές (στοιχεία του 1982) είναι τα Τίρανα με 202 χιλιάδες κατοίκους, το Δυρράχιο με 72 χιλιάδες, η Σκόδρα με 70 χιλιάδες, το Ελμπασάν με 68 χιλιάδες, η Αυλώνα με 60 χιλιάδες, η Κορυτσά με 56 χιλιάδες, το Μπεράτι και το Φίερι με 36 χιλιάδες και το Αργυρόκαστρο 21 χιλιάδες. Η Αλβανία χωρίζεται διοικητικά σε 26 επαρχίες (νομούς).
Πρόγονοι των αλβανών ήταν οι Ιλλυριοί, ένας από τους αρχαιότερους λαούς του μεσογειακού χώρου. Τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες ίδρυσαν αποικίες στις ιλλυρικές ακτές με πιο γνωστές την Επίδαμνο (Δυρράχιο) και την Απολλωνία. Τον 2ο αιώνα π.Χ. η Ιλλυρία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αργότερα πέρασε στην κυριαρχία των Βυζαντινών. Αφού επανειλημμένα δέχτηκε τις επιθέσεις των γερμανικών, νορμανδικών και σλαβικών φυλών, υποτάχθηκε τελικά στους Τούρκους τον 14ο αιώνα. Τότε εμφανίστηκε η μεγάλη μορφή του εθνικού ήρωα της Αλβανίας του Γιώργη (Γκέργκι τον αποκαλούν τελευταία οι Αλβανοί) Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη, που μπόρεσε να ξεπεράσει τις χωριστικές τάσεις των Αλβανών φεουδαρχών, να τους συσπειρώσει και να αντέξει το βασίλειό του, η Κρούγια, επί 25 ολόκληρα χρόνια τις επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων. Η τούρκικη σκλαβιά διάρκεσε 4,5 αιώνες. Σαν μια σημαντική μορφή που αναδείχτηκε σ’ αυτόν τον χώρο, θεωρείται ο γνωστός μας Αλη-Πασάς των Ιωαννίνων, που γεννήθηκε στο Τεπελένι και που επιχείρησε, χωρίς επιτυχία τελικά, να αποσχισθεί από την οθωμανική αυτοκρατορία.
Η άνοδος του απελευθερωτικού κινήματος στην Βαλκανική χερσόνησο, αγκάλιασε και τους Αλβανούς. Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης είχε ως αφετηρία τη δραστηριότητα ορισμένων Αλβανών διαφωτιστών και ως αποτέλεσμα τη δημιουργία το 1878 της λεγόμενης Αλβανικής Λίγκας. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο χώρος της Αλβανίας έγινε αντικείμενο ανταγωνισμού κυρίως της Αυστρίας και της Ιταλίας και κατά δεύτερο λόγο της Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας. Η ανακήρυξη της χώρας ως ανεξάρτητου κράτους έγινε στην Αυλώνα στις 28 Νοεμβρίου 1912. Η πρώτη δημοκρατική προοδευτική κυβέρνηση στην Αλβανία, που δεν είχε παρά μόνο λίγους μήνες ζωή, έγινε το 1924 με επικεφαλής τον Φαν Νόλι ή αλλιώς Θεοφάνη Μαυρομμάτη (1882-1965), που γεννήθηκε στην Ανατολική Θράκη.
Σύντομα, οι φεουδάρχες και η αντίδραση εγκατέστησαν το όργανο τους, τον Αχμέτ Ζώγου, ο οποίος αργότερα ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Στις 7 Απριλίου 1939 η φασιστική Ιταλία επιτέθηκε και προσάρτησε την Αλβανία στο ιταλικό κράτος και με την «σύμφωνη» γνώμη των ανδρεικέλων της εξαπέλυσε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 την επίθεση κατά της Ελλάδας. Με την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας τον Νοέμβρη του 1941 και την δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), ο αλβανικός λαός αντιστάθηκε οργανωμένα στην φασιστική κατοχή και η απελευθέρωση του συντελέστηκε στις 29 Νοεμβρίου 1944. Από την απελευθέρωση της ως τον θάνατό του (1985) ηγέτης της Αλβανίας ήταν ο Ενβέρ Χότζα.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Ήδη είχαμε αφήσει την Κακαβιά και διασχίζαμε τον κάμπο της Δρόπολης (Δρυινούπολης), όπου ζει η ελληνική μειονότητα. Ο δρόμος κυλάει στα αριστερά του Δρίνου και πιο αριστερά, στα ριζά των βουνών είναι τα χωριά, που τα πέτρινα σπίτια τους είναι πανομοιότυπα με τα δικά μας ηπειρώτικα. Δυστυχώς το πρόγραμμα δεν προέβλεπε μια έστω και σύντομη επίσκεψη σε κάποιο απ’ αυτά και έτσι συνεχίζαμε για το Αργυρόκαστρο.
Κάτι όμως που χτυπάει αμέσως στο μάτι του Έλληνα επισκέπτη, είναι τα αμέτρητα πολυβολεία που βρίσκονται έξω από κάθε χωριό και δίπλα από κάθε απομακρυσμένο σπίτι κατά μήκος του δρόμου. Νόμισα πως είχα δίκιο, όταν σκέφτηκα: «Ώστε έτσι λοιπόν οι Αλβανοί; από τη μία μας καλωσορίζουν σαν φίλους και από την άλλη ετοιμάζονται για πόλεμο;» Μα δεν είναι έτσι. Οι τσιμεντένιες «χελώνες» τους με τις μικρές πολεμίστρες, ούτε εκτοξεύονται, ούτε πετούν, ούτε περπατούν, όπως πολύ σωστά εξήγησε αργότερα ο ξεναγός μας. Στέκουν εκεί για να προφυλάξουν αυτούς που θα υπερασπίσουν αν χρειαστεί την οικογένειά τους, το σπίτι τους, την πατρίδα τους. Πολλοί και μερικοί μέσα από διάφορα έντυπα, ειρωνεύτηκαν αυτόν τον τρόπο παλλαϊκής άμυνας, σαν απαρχαιωμένο κλπ κπλ. Ποιος όμως έχει το δικαίωμα να κρίνει πως θα υπερασπιστεί κάποιος τον τόπο του, πολύ περισσότερο όταν ο τρόπος αυτός δεν έχει ούτε ίχνος επιθετικότητας;
Αυτό στάθηκε η αφορμή για να υποβάλουμε στον ξεναγό μας μερικές ερωτήσεις γύρω από θέματα άμυνας και εξοπλισμών της χώρας του, χωρίς ωστόσο να πάρουμε καμία συγκεκριμένη απάντηση. Από στοιχεία που δημοσιεύτηκαν το 1982 στην Ελλάδα (Βιβλίο της χρονιάς 1982) αντλούμε την πληροφορία, ότι ο στρατός ξηράς το 1979 ήταν 26 χιλιάδες άνδρες, το ναυτικό 3 χιλ. και η αεροπορία 2 χιλ. τα 100 θωρακισμένα της είναι σοβιετικής κατασκευής και τα 100 μάχιμα αεροπλάνα της είναι κινέζικα Μιγκ. Το πολεμικό ναυτικό διαθέτει γύρω στα 100 σκάφη. Η θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 2 χρόνια. Απαλλάσσονται όμως απ’ αυτή οι πτυχιούχοι των πανεπιστημίων ώστε να μπουν αμέσως στην παραγωγή, αφού τόσο στην διάρκεια των σπουδών τους όσο και αργότερα –όπως και όλοι οι εργαζόμενοι- εκπαιδεύονται κατά διαστήματα στον στρατό.
Όσο για τις προθέσεις της Αλβανίας απέναντι στους γείτονές της, αξίζει ίσως να παραθέσουμε το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του Γ.Γ. του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας-ΚΕΑ (έτσι μετονομάστηκε το ΚΚ Αλβανίας) Ραμίζ Αλία, που εκφώνησε στο 9ο Συνέδριο του τον περασμένο Νοέμβρη: «Εμείς έχουμε δηλώσει ότι από τη χώρα μας δεν πρόκειται να προέλθει κανένα κακό στους γείτονες μας ή σε όποιον άλλο. Η Αλβανία δεν συμμετέχει σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό, σε καμία συμμαχία, σε καμία συμφωνία που μπορεί να θίξει οσοδήποτε τα συμφέροντα των άλλων. Στη χώρα μας δεν υπάρχει κανένας ξένος στρατιώτης, καμία ξένη βάση, καμία ξένη εγκατάσταση. Καμία διευκόλυνση στάθμευσης, ανάπαυσης ή διέλευσης δεν παρέχεται σε ξένες δυνάμεις ούτε σε καιρό ειρήνης ούτε και σε καιρό πολέμου, καμία οικονομική ή ηθική ή άλλης φύσης υποχρέωση δεν έχουμε σε κανέναν, που να μας εξαναγκάζει να κάνουμε παραχωρήσεις σε βάρος των συμφερόντων μας ή της ασφάλειας των άλλων». Εμείς προσθέτουμε, ότι αυτά λέγονται από τον ηγέτη μιας χώρας, που στηρίζει την άμυνά της σε εκατό αεροπλάνα ξεπερασμένης τεχνολογίας και σε «απαρχαιωμένα» τσιμεντένια πολυβολεία∙ τίποτε άλλο.
ΣΤΟ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ
Το Αργυρόκαστρο είναι η πρώτη πόλη που συναντά κανείς από τα σύνορα στην Κακαβιά. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και χτίστηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Η στρατηγική θέση του κάστρου του που δεσπόζει σε μια μεγάλη περιοχή, του δίνει μια ξεχωριστή σημασία Έργα ενίσχυσης του κάστρου και τελειοποίησης του υδραγωγείου, έκανε και ο Αλή Πασάς. Στα χρόνια του Ζώγου έγιναν διαρρυθμίσεις για την κατασκευή κελιών φυλακής, με συνέπεια την καταστροφή του καλύτερου μέρους του εναέριου υδραγωγείου.
Το λεωφορείο σταμάτησε στην κεντρική πλατεία της πόλης. Πάνω μας, κατακόρυφα σχεδόν, μέσα από κάποια περάσματα που άφηνε η καταχνιά εκείνης της ημέρας, βλέπαμε το επιβλητικό κάστρο. Μπροστά μας απλωνόταν ο κάμπος και γύρω μας πάνω από την αντάρα και την ομίχλη ξεπετιόνταν οι κορυφές των βουνών.
Το να βγούμε και να περπατήσουμε στα καλντερίμια της πόλης, στα στενά της σοκάκια με τα δεκάδες μικρομάγαζα -κάθε πόρτα και μαγαζί- ήταν ένας μεγάλος πειρασμός. Το Αργυρόκαστρο έχει κηρυχθεί διατηρητέα πόλη. Πουθενά δεν βλέπουμε τούβλο, παλιά και νέα κτίρια όλα χτισμένα από πέτρα, όλα παραδοσιακά. Και όλα κατοικούνται. Για να μπορούν να τα διατηρήσουν οι ιδιοκτήτες τους παίρνουν από το κράτος δάνεια και επιχορηγήσεις.
Το Αργυρόκαστρο είναι μια πολύ ζωντανή πόλη. Οι κεντρικοί του δρόμοι ήταν κατάμεστοι από κόσμο. Άλλοι ψώνιζαν στα μαγαζιά, άλλοι κουβαλούσαν τσάντες και κιβώτια και άλλοι σε παρέες και πηγαδάκια, έτσι καταμεσής του δρόμου, συζητούσαν. Εδώ που τα λέμε, αποτελέσαμε κι εμείς θέμα για συζήτηση. Με τα πολύχρωμα σπορ ρούχα μας, τα κασκόλ μας, τις μαλλούρες μας και τις γενειάδες μας, τις τσάντες και τα τσαντάκια μας, τις φωτογραφικές μηχανές και τους φακούς μας και σε κάθε βήμα «καλό και τούτο, καλό και τ’ άλλο» και δώσ’ του κλικ και κλικ, νοιώσαμε λίγο «Αμερικάνοι» κόντρα σ’ έναν παραδοσιακό συντηρητισμό και μια άλλη αισθητική της αλβανικής κοινωνίας.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλήθος ήταν εύκολο να μπλεχτείς. Εκείνο που μας έκανε μια πρώτη εντύπωση, είναι η πλατιά χρήση της ελληνικής γλώσσας. Σε κάθε βήμα ακούγαμε ελληνικά. Με πολλούς πιάσαμε κουβέντα. Αρκετοί είχαν συγγενείς στην Ελλάδα και ρωτούσαν μήπως και τους γνωρίζαμε. Στα βιβλιοπωλεία της πόλης βρήκαμε ελληνικά βιβλία, κυρίως σχολικά για τα παιδιά της ελληνικής μειονότητας. Στο Αργυρόκαστρο εκδίδεται στα ελληνικά η εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» όργανο του Δημοκρατικού Μετώπου της επαρχίας, δύο φορές τη βδομάδα συνεχώς από το 1944.
Ο δρόμος για το κάστρο είναι πολύ ανηφορικός. Ωστόσο αξίζει και με το παραπάνω τον κόπο. Το μάτι αγκαλιάζει όλη την πόλη και απλώνεται σε μια τεράστια έκταση γύρω απ’ αυτή. Το ίδιο το κάστρο είναι καλοδιατηρημένο και έχει διαμορφωθεί ένα σημαντικό τμήμα του σε μουσείο, το Μουσείο των όπλων. Πράγματι κάτω απ’ τις καμάρες του και τις εσοχές του, παρουσιάζονται όλα τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στον αλβανικό χώρο καθώς και τα λάφυρα της αλβανικής αντίστασης από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Σε κάποιο εξωτερικό σημείο του κάστρου εκτίθεται και ένα αμερικάνικο αναγνωριστικό αεροπλάνο, το οποίο, όπως καυχώνται οι Αλβανοί, το ανάγκασε η αεροπορία να προσγειωθεί.
Το επιβλητικό παράστημα του Ενβέρ σε μια αίθουσα του Μουσείου των όπλων -παντού κυριαρχεί αυτή η επιβλητική μορφή του Ενβέρ, στα αγάλματα, στις τοιχογραφίες, στα συνθήματα- σου δημιουργεί την επιθυμία να επισκεφτείς το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο θεμελιωτής της σύγχρονης Αλβανίας. Πρόκειται για ένα αρχοντικό σπίτι στο κέντρο της πόλης, που σήμερα λειτουργεί σαν Μουσείο της Αντίστασης και φιλοξενεί τα προσωπικά αντικείμενα του Ενβέρ Χότζα καθώς και αντικείμενα που είχαν σχέση με τον αγώνα των κατοίκων της περιοχής εναντίον των Ιταλών και Γερμανών.
Μα έπειτα από μια τέτοια περιπλάνηση και με την υγρασία εκείνης της ημέρας να κάνει το κρύο διαβολικό και να περονιάζει ως το κόκαλο, η ζεστή σούπα στην κρύα σάλα του ξενοδοχείου, ήταν ό,τι το καλύτερο μπορούσαμε να φανταστούμε. Το πλούσιο γεύμα από κρέας, πατάτες, αρακά, λάχανο, σαλάτα, γλυκό και φρούτο, με ένα εξαιρετικό κατάμαυρο κρασί, ικανοποίησε απόλυτα τις γαστριμαργικές μας ανησυχίες. Νόστιμο ήταν και το πιτυρούχο μαύρο ψωμί, που καθώς πληροφορηθήκαμε γίνεται σε φούρνους των πόλεων και των μεγάλων χωριών, οι οποίοι εφοδιάζουν όλη τη χώρα και μόνο σε απομακρυσμένα χωριά αναγκάζονται οι γυναίκες να ζυμώσουν.
ΣΤΑ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΑ ΤΙΡΑΝΑ
Τα Τίρανα που ήταν ο επόμενος σταθμός μας, απέχουν από το Αργυρόκαστρο 225 χιλιόμετρα. Στην Αλβανία όμως οι αποστάσεις πρέπει να υπολογίζονται χρονικά και όχι χιλιομετρικά, κι αυτό γιατί μια τέτοια απόσταση που στον άξονα Ευζώνων-Πάτρας καλύπτεται το πολύ σε τρεις ώρες, στην Αλβανία χρειάζεται διπλάσιος χρόνος. Γενικά οι δρόμοι της είναι πολύ στενοί και με πάρα πολλές στροφές, εξ αιτίας φυσικά του ανώμαλου εδάφους.
Γράφει ο Βάσος Γεωργίου στο βιβλίο που προαναφέραμε, ότι τρόμαξε από την περιφρόνηση που δείχνουν οι πεζοί στον κίνδυνο που συνεπάγεται ένα αυτοκίνητο που κινείται, καθώς και από τον τρόπο οδήγησης των Αλβανών οδηγών. Για να το καταλάβει όμως αυτό κάποιος, πρέπει να κινηθεί στην Αλβανία. Στ’ αλήθεια άνθρωποι και ζώα περπατούσαν αμέριμνοι πάνω στο οδόστρωμα. Ο οδηγός μας ο Σουλεϊμάν το χέρι του το είχε συνέχεια στην κόρνα του αυτοκινήτου. Η κυκλοφορία δεν ήταν μεγάλη, τα πιο πολλά οχήματα ήταν φορτηγά και νταλίκες, αλλά οι προσπεράσεις και οι διασταυρώσεις ήταν επικίνδυνες. Και ο Σουλεϊμάν πολλές φορές μας έκανε να φωνάζουμε «αμάν», με τις προσπεράσεις, τις κλειστές στροφές και την ταχύτητα που έτρεχε. Και κάτι ακόμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση: τα φώτα των αυτοκινήτων. Είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά και οι οδηγοί δεν άναβαν όχι μόνο τα μεσαία φώτα, μα ούτε καν και αυτά τα φωτάκια θέσεως, σε σημείο που κάποιος συνταξιδιώτης φώναξε: Μα που πάμε τέλος πάντων, στα Τίρανα ή να καταλάβουμε τη Σαϊγκόν;
Ο δρόμος όμως αυτός άλλες μνήμες μας ξύπνησε. Τριάντα χιλιόμετρα από το Αργυρόκαστρο, ακριβώς στη συμβολή των ποταμών Δρίνου και Αώου (Βιόσα), βρίσκεται το Τεπελένι, η πολύ γνωστή πόλη της Αλβανίας, και απέναντι του ο ορεινός όγκος της Τρεμπεσίνας. Της Τρεμπεσίνας, που το ύψωμά της 731 και τα στενά της Κλεισούρας που αφήνει να δημιουργηθεί με το διπλανό βουνό, είναι τα σημεία στα οποία έγιναν οι φονικότερες μάχες του ελληνοαλβανικού πολέμου. Εκεί εκδηλώθηκαν 18 ιταλικές επιθέσεις των ιταλικών στρατευμάτων κατά την αποτυχημένη εαρινή επίθεση που διεύθυνε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Στην Τρεμπεσίνα ακόμα βρίσκεται και η τοποθεσία «Τρία αυγά», η πιο γνωστή ίσως ορεινή τοποθεσία στους Έλληνες στρατιώτες, αγωνιστές και υπερασπιστές της ελευθερίας στον πόλεμο του 40.
Μα η νύχτα που στο μεταξύ είχε αρχίσει να πέφτει, δεν μας άφηνε να δούμε πια τίποτα έξω. Σ’ αυτό το πελώριο ταξίδι μέσα στη νύχτα, σταματήσαμε μόνο στην πόλη Φιέρι, ένα βιομηχανικό κέντρο, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας με πετροχημικό εργοστάσιο, εργοστάσιο αζωτούχων λιπασμάτων, θερμοενεργειακό σταθμό κλπ. Αν κάτι θα θυμάμαι απ’ αυτή την πόλη, είναι η κρύα αίθουσα του ξενοδοχείου, όπου καθίσαμε για να πιούμε καφέ. Γενικά, απ’ ότι πληροφορηθήκαμε αργότερα, η θερμοκρασία που επικρατεί στου δημόσιους χώρους είναι πάρα πολύ χαμηλή. Δεν ξέρουμε κατά πόσο συμβαίνει το ίδιο και με τα σπίτια των αλβανικών οικογενειών, εκείνο όμως που είναι σίγουρο, είναι ότι ακόμα και στα Τίρανα ελάχιστες οικοδομές διαθέτουν κεντρική θέρμανση. Τα πιο πολλά διαμερίσματα θερμαίνονται με ξυλόσομπες και σαν κύρια ύλη για θέρμανση και για μαγείρεμα χρησιμοποιούνται τα ξύλα και το πετροκάρβουνο και μόνο στις πόλεις που βρίσκονται στην περιοχή άντλησης πετρελαίου χρησιμοποιείται και το φυσικό αέριο.
ΣΤΑ ΤΙΡΑΝΑ
Όταν φτάσαμε στα Τίρανα η ώρα ήταν σχεδόν εννιά. Η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται στον νυχτερινό επισκέπτη την αλβανικής πρωτεύουσας, είναι ότι πρόκειται για μια φωτόλουστη πόλη. Όχι πως και από την ύπαιθρο λείπει το ρεύμα, ίσα-ίσα όλα τα σπίτια ήταν κατάφωτα, σε πολλά απ’ αυτά έκαιγαν εξωτερικά φώτα, τα καταστήματα και τα γραφεία φωτίζονταν εξωτερικά επίσης και στις πλατείες και τους κεντρικούς δρόμους ήταν αναμμένα φώτα σε μεγάλους στύλους. Μα στα Τίρανα θα μπορούσε κανείς να πει ότι γίνεται σπατάλη ρεύματος. Ο φαρδύς δρόμος που ακολουθήσαμε και που αφήνει στα αριστερά του το μεγάλο υφαντουργικό εργοστάσιο «Στάλιν» -δεν σημείωσα αν και ο δρόμος φέρει το όνομα του Στάλιν- γρήγορα μας οδήγησε στην κεντρική πλατεία με τα πολύχρωμα σιντριβάνια. Κατάλυμα μας ήταν το δεκατετραόροφο ξενοδοχείο «Τίρανα». Η θέα από τον δέκατο όροφο που έμενα, ήταν εξαιρετική. Βλέπει κανείς από κει όλη την πόλη. Άλλωστε οι τριώροφες ή τετραώροφες οικοδομές δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο σ αυτό. Η μεγάλη κεντρική πλατεία που απλώνεται μπροστά από το ξενοδοχείο με το ορειχάλκινο άγαλμα του Σκεντέρμπεη στη μέση της και γύρω-γύρω το Εθνικό Μουσείο, το Κέντρο Πολιτισμού, το παλιό -κι ίσως μοναδικό τζαμί, το κτίριο της Τράπεζας της Αλβανίας, η μεγάλη λεωφόρος με τα κτίρια των υπουργείων πνιγμένα μέσα στα έλατα και σε άλλα δέντρα, οι τεράστιοι κήποι και προπαντός οι πολλοί πεζοί, οι πάρα πολλοί ποδηλάτες και τα ελάχιστα αυτοκίνητα, κάνουν τα Τίρανα μια πόλη-πρόκληση για τους ταλαίπωρους κατοίκους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων ελληνικών πόλεων.
Ούτε η κούραση μίας ολόκληρης μέρας, ούτε το χορταστικό γεύμα στην μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου μας κράτησαν μέσα. Αφού παρέες-παρέες περιπλανηθήκαμε στους σχεδόν έρημους δρόμους και αφού κόντευαν πια τα μεσάνυχτα, το τσουχτερό κρύο οδήγησε αρκετούς από μας στην «ταβέρνα» του ξενοδοχείου «Ντάιτι». Το «Ντάιτι» είναι το επίσημο ας το πούμε ξενοδοχείο της Αλβανίας, που στεγάζεται σ’ ένα κτίριο της εποχής του μεσοπολέμου και οφείλει το όνομα του στο ομώνυμο βουνό δίπλα από την πόλη. Η αλβανική «ταβέρνα» δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη ελληνική, όπου κύριο χαρακτηριστικό της είναι η τσίκνα της ψημένης μπριζόλας και η άφθονη ρετσίνα. Η ταβέρνα του Ντάιτι, είναι μια αίθουσα μόνο με ποτά –κάθε είδους ποτά- και μουσική. Με την ορχήστρα της, που το ρεπερτόριο της περιλαμβάνει και ελληνικά τραγούδια, χορέψαμε και τραγουδήσαμε αρκετά. Όταν φύγαμε από κει η ώρα ήταν 1,30. Έξω έκανε τσουχτερό κρύο και κείνη την ώρα οι οδοκαθαριστές και οι οδοκαθαρίστριες των Τιράνων σκούπιζαν τους μεγάλους κεντρικούς δρόμους.
Τα Τίρανα είναι στ’ αλήθεια μια πεντακάθαρη πόλη, ούτε ένα χαρτάκι δεν βλέπεις πεταμένο κάτω. Κι αν δεν περπατάει κόσμος! Η κυκλοφορία άρχισε πρωί-πρωί. Δεκάδες αρθρωτά λεωφορεία διέσχιζαν την κεντρική πλατεία. Εκατοντάδες ποδήλατα κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Χιλιάδες άνθρωποι, σαν μυρμήγκια, τυλιγμένα στα ζεστά πανωφόρια τους, δεν έκαναν καμία διάκριση μεταξύ πεζοδρομίου και ασφάλτου.
Η δική μας ημέρα ξεκίνησε με επίσκεψη στο Εθνικό Μουσείο. Πρόκειται για ένα μοντέρνο κτίριο με πολύ καλή λειτουργικότητα χώρων. Τα εκθέματα του αρχίζουν από την νεολιθική εποχή και φτάνουν ως τις μέρες μας. Στο ισόγειο παρουσιάζονται ευρήματα από την αρχαιότητα και κυρίως από τις περιοχές του Βουθρωτού και της Απολλωνίας που ήταν ελληνικές κτήσεις. Η προσπάθεια να προσδιοριστούν μέσα από το μουσείο οι ρίζες της Αλβανίας και να φανερωθεί η σχέση της με την αρχαία Ιλλυρία, είναι εμφανείς. Στους υπόλοιπους χώρους παρουσιάζεται η ιστορία του αλβανικού λαού από τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια ως τη σημερινή εποχή. Το μεγαλύτερο μέρος όμως του μουσείου το καταλαμβάνουν τα εκθέματα που έχουν σχέση με την συγκρότηση του αλβανικού κράτους το 1912 και κυρίως εκείνα που δείχνουν τον αγώνα του αλβανικού λαού και τα επιτεύγματα της χώρας στους τομείς της σύγχρονης οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Τα επιτεύγματα όμως αυτά παρουσιάζονται πιο λεπτομερειακά στην μόνιμη έκθεση “Η Αλβανία σήμερα” όπου παρουσιάζεται η πρόοδος της στον βιομηχανικό τομέα. Πολλοί από μας που την επισκεφθήκαμε, είχαμε την βεβαιότητα ότι η γειτονική μας χώρα ήταν τελείως υπανάπτυκτη στον τομέα αυτό. Ωστόσο, στην έκθεση αυτή διαπιστώσαμε μια φιλότιμη και αγωνιώδη προσπάθεια της Αλβανίας να ξεφύγει από τον χαρακτηρισμό της σαν απόλυτα αγροτική χώρα. Έτσι λοιπόν ανάμεσα στ’ άλλα μπορεί κανείς να δει τόρνους, φρέζες και άλλα μηχανουργικά μηχανήματα και εργαλεία, ηλεκτρομοτέρ και πετρελαιομηχανές, αλυσοφόρα τρακτέρ, γεωτρύπανα, ρουλεμάν, όργανα ακρίβειας, ηλεκτρολογικό υλικό, τηλεπικοινωνιακό υλικό, ραδιόφωνα και συναρμολογημένες τηλεοράσεις, ιατρικά εργαλεία και μηχανήματα, φάρμακα, χημικά και πετροχημικά προϊόντα, είδη κλωστοϋφαντουργίας και γεωργικής παραγωγής κλπ. Σε μακέτες επίσης παρουσιάζονται μερικά εργοστάσια –υδροηλεκτρικοί σταθμοί κλπ- που σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν από Αλβανούς επιστήμονες και τεχνικούς και εξοπλίστηκαν σ’ ένα σημαντικό βαθμό με εξοπλισμό αλβανικής παραγωγής. Με περηφάνια παρουσιάζονται πίνακες που δείχνουν την αύξηση της παραγωγής σε ορισμένους τομείς, όπως π.χ. στην παραγωγή ατσαλιού, η οποία το 1985 ήταν 165 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του 1950, στην χημική βιομηχανία που αυξήθηκε κατά 568 φορές και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που σαρανταπλασιάστηκε σε σχέση με το 1960.
Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΝΒΕΡ
Το αργοπορημένο ξεκίνημα της πρώτης μας μέρας στα Τίρανα, ο τσουχτερός αέρας, το κρύο και η υγρασία της προηγούμενης μέρας στο Αργυρόκαστρο, ήταν οι αιτίες που πολλοί από μας προτιμήσαμε να μείνουμε στα Τίρανα την δεύτερη ημέρα της παραμονής μας στην αλβανική πρωτεύουσα, ώστε να την δούμε και να την γνωρίσουμε καλύτερα, παρά να επισκεφθούμε την ιστορική πόλη Κρούγια, πόλη μνημείο κι αυτή, έδρα και ορμητήριο του εθνικού ήρωα της Αλβανίας Γιώργη Καστριώτη-Σκεντέρμεη.
Φυσικά δεν αποφύγαμε το κρύο, γιατί στην επιθυμία μας να γνωρίσουμε καλύτερα την ζωή στην Αλβανία, γυρίσαμε αρκετά στα Τίρανα και περπατήσαμε πάρα πολύ με τα πόδια. Η ζωή στα Τίρανα ξεκινά πάρα πολύ νωρίς το πρωί και σταματά σχετικά νωρίς το βράδυ. Ποδήλατα και πεζοί βρίσκονται σε μια αδιάκοπη κίνηση. Τα αστικά αρθρωτά λεωφορεία περνούσαν κατάφορτα από την κεντρική πλατεία και τα λασπωμένα τους πλαϊνά δείχνανε ότι φτάνουν και στις πιο απόμερες γειτονιές.
Η μετάβαση στο «Μνημείο των πεσόντων» της αλβανικής πρωτεύουσας, ήταν μια καλή ευκαιρία να δούμε την πόλη. Η λεωφόρος που ακολουθούσαμε, είναι ο δρόμος με τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια: το πρωθυπουργείο, διάφορα υπουργεία, το πανεπιστήμιο, τη σχολή καλών τεχνών, τις φοιτητικές εστίες κλπ.
Το Μνημείο των πεσόντων είναι πολύ επιβλητικό. Βρίσκεται ψηλά σ’ ένα λόφο που αγκαλιάζει την πρωτεύουσα, κι είναι χαρακτηριστικό και πολύ αξιέπαινο το γεγονός, ότι οι Αλβανοί τιμούν τους νεκρούς τους και στήνουν τα μνημεία τους στα πιο επιβλητικά σημεία. Τα μαρμάρινα σκαλιά του μνημείου των Τιράνων οδηγούν στη κορυφή του λόφου, όπου η πανύψηλη και μαρμάρινη “Μάνα Αλβανία’’ των Αλβανών καλλιτεχνών RAMA, HADERI και DHRAMI, κόντρα στον δυνατό άνεμο που παίρνει τα ρούχα της, με περηφάνια, σιγουριά και αυτοπεποίθηση κρατάει ψηλά με το δεξί της χέρι το δάφνινο κλαδί για τους ήρωες γιούς της και το αστέρι της επανάστασης για το λαό της.
Δίπλα από την “Μάνα Αλβανία’’ βρίσκονται οι τάφοι μερικών από τα πιο ονομαστά παιδιά της και πιο κοντά σ’ αυτή ο τάφος του Ενβέρ Χότζα. Δύο ψηλόκορμα και ροδοκόκκινα παλικάρια του αλβανικού στρατού με τα όπλα στο στήθος τους, έστεκαν τιμητική φρουρά.
Η ιστορία της σύγχρονης Αλβανίας είναι δεμένη με τη ζωή του Ενβέρ -όπως συχνά αποκαλείται από το λαό και είναι γραμμένο στις χιλιάδες επιγραφές που κατακλύζουν όλη τη χώρα, Η πατρίδα του Ενβέρ, Το Κόμμα του Ενβέρ κλπ κλπ. Η συχνή αυτή αναφορά στο όνομα του, τα αποσπάσματα των λόγων του, οι φωτογραφίες του σε όλα τα δημόσια κτίρια, τα πορτρέτα του σε υπαίθριους χώρους, τα επιβλητικά του αγάλματα στα κεντρικότερα σημεία των πόλεων και των χωριών, όλα αυτά θεωρήθηκαν από μας σαν ένα δείγμα προσωπολατρίας. Βέβαια ο ξεναγός μας δεν είχε την ίδια άποψη με μας και η αντίδραση του ήταν άμεση. –Είναι προσωπολατρία, απάντησε ρωτώντας μας, όταν μια χώρα και ένας λαός τιμούν τον ηγέτη τους και καθοδηγητή τους;
Ο Ενβέρ Χότζα γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1908. Τελείωσε το γαλλικό λύκειο της Κορυτσάς και ύστερα φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Μονπελλιέ στην Γαλλία. Στις 8 Νοεμβρίου του 1941 ίδρυσε με τους συντρόφους του το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας, που το 1948 μετονομάστηκε σε Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας. Υπήρξε γενικός γραμματέας του ΚΕΑ, πρόεδρος του ΕΑΜ Αλβανίας και του δημοκρατικού Μετώπου, πρόεδρος του Συμβουλίου Άμυνας και ανώτατος διοικητής των ενόπλων δυνάμεων. Πέθανε το 1985.
Η πολιτική γραμμή την οποία άφησε ως παρακαταθήκη για τους διαδόχους του, είναι η στήριξη της Αλβανίας αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις. Το θέμα όμως τούτο είναι αρκετά μεγάλο κι ίσως θα έπρεπε γι αυτό να γραφεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Το πόσο όμως αγαπήθηκε από το λαό του είναι ένα άλλο θέμα, για το οποίο ο επισκέπτης των λίγων ημερών δεν μπορεί, παρά να αρκεστεί στα λεγόμενα των συνομιλητών του. Όπως λοιπόν μας διαβεβαίωσαν, ο Ενβέρ Χότζα ήταν πολύ αγαπητός ανάμεσα στους συμπατριώτες του. Και κατά πως φαίνεται φρόντισαν τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του, να προβάλλουν την εικόνα του ηγέτη που είναι φίλος με το λαό, που συμπάσχει μαζί του στις δυσκολίες και βρίσκεται δίπλα του σε κάθε προσπάθεια για την πρόοδο. Έτσι πολλές φωτογραφίες τον δείχνουν ανάμεσα στον κόσμο, με τους εργάτες στα εργοστάσια, με τους αγρότες στα χωράφια, με τους μαθητές στα σχολεία τους, με τους ασθενείς στα νοσοκομεία και στα αναρρωτήρια, μουσαφίρη στα σπίτια των απλών ανθρώπων να κάθεται κατάχαμα και να πίνει ρακί, τιμώμενο πρόσωπο σε παρελάσεις και γιορταστικές εκδηλώσεις και τέλος αγωνιστή της πατρίδας του να ασπάζεται με έκδηλη συγκίνηση την κόκκινη σημαία της Αλβανίας.
Πολλοί από μας θελήσαμε με την επίσκεψή μας αυτή να μάθουμε περισσότερα για το θάνατο του υπ’ αριθμόν δύο άνδρα της σύγχρονης Αλβανίας, του Μεχμέτ Σέχου. Ο Μεχμέτ Σέχου ηγετική προσωπικότητα, σύντροφος και συνεργάτης του Ενβέρ από τα πρώτα χρόνια, ήταν ανώτατο κομματικό μέλος του ΚΕΑ και πρωθυπουργός της χώρας του από το 1954, και από το 1974 ήταν παράλληλα και υπουργός εθνικής άμυνας. Το 1981, όπως ανακοινώθηκε επίσημα, ο Σέχου καταλήφθηκε από νευρική κρίση και αυτοκτόνησε. Σαν αίτιο της κρίσης αναφέρεται η αποκάλυψη συνωμοσίας στην οποία φέρεται ως πρωταγωνιστής ο Σέχου και ως συνεργάτες του αρκετοί από τους υπουργούς του, όπως ο υπουργός τον εσωτερικών κλπ. Οι πληροφορίες που πήραμε από τους συνομιλητές μας, ήταν, ότι ο Μεχμέτ Σέχου ήταν ένας «πολυπράκτορας και προδότης της πατρίδας του», όπως και οι στενοί του συνεργάτες οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Ένα ερώτημα που απασχολεί πολύ κόσμο, είναι πόσο απομονωμένη είναι η σημερινή Αλβανία και ποια είναι η θέση της στον διεθνή χώρο.
Εκείνο που γίνεται άμεσα σαφές από τις συζητήσεις με τους κατοίκους αυτής της χώρας, είναι η εθνική περηφάνια γιατί ό,τι κάνουν το κάνουν μόνοι τους χωρίς βοήθεια και το κυριότερο χωρίς ίχνος εξάρτησης. Περηφάνια αισθάνονται επίσης γιατί δεν χρωστάν στους ξένους ούτε ένα λεκ (νομισματική μονάδα Αλβανίας) και γιατί το εμπορικό τους ισοζύγιο είναι ενεργητικό. Η Αλβανία διατηρεί σήμερα σχέσεις με 104 κράτη σε όλη τη γη, με διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα αλλά δεν έχει με κανένα σχέσης εξάρτησης.
Μετά την απελευθέρωση της η Αλβανία συνεργάστηκε στενά με την Σοβιετική Ένωση, της οποίας η βοήθεια ήταν καθοριστική στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, στην έρευνα του φυσικού πλούτου, στην γενικότερη ανασυγκρότηση της οικονομίας της καθώς και στην ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας. Το 1949 έγινε μέλος της ΚΟΜΕΚΟΝ και το 1955 προσχώρησε στην οργάνωση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Από το 1960 όμως η Αλβανία έδειξε μια τάση απομόνωσης από τις χώρες του σοσιαλιστικού κόσμου. Το Δεκέμβριο του 1961 διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ. Το 1962 αποχώρησε από το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας, βγήκε από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και διέκοψε τις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις και με τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Στο μεταξύ ανέπτυξε στενότερες σχέσεις με την Κίνα οι οποίες διάρκεσαν ως το 1976, οπότε άσκησε αυστηρή κριτική στην κινέζικη ηγεσία για την θεωρία των «τριών κόσμων» χαρακτηρίζοντας την αντεπαναστατική που οδηγεί στον συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό.
Παρότι η διακοπή των σχέσεων της και με τις δύο μεγάλες αυτές δυνάμεις επέφερε σημαντικό κλονισμό στην οικονομική ανάπτυξη της Αλβανίας -όπως άλλωστε ομολογούν σε επίσημες δηλώσεις τους οι ίδιοι οι Αλβανοί- και παρότι πέρασαν αρκετά χρόνια, από αλβανικής πλευράς δεν έγινε καμία προσπάθεια βελτίωσης του κλίματος. Ιδιαίτερα με την Σοβιετική Ένωση και παρά το ότι έχει πέσει κάπως ο τόνος, η πολεμική συνεχίζεται. Ο Χρουστσώφ και οι μετά απ’ αυτόν ηγέτες της ΕΣΣΔ θεωρούνται ρεβιζιονιστές και εχθροί του κομμουνισμού. Η Σοβιετική Ένωση τόσο σε θέματα εξωτερικής όσο και σε θέματα εσωτερικής της πολιτικής ταυτίζεται απόλυτα με τις ΗΠΑ. Και όχι μόνον αυτό, αλλά σύμφωνα με την έκθεση του σημερινού ηγέτη της Ραμίζ Αλία στο 9ο Συνέδριο του ΚΕΑ τον Νοέμβρη του 1986 «σκοπός του σύγχρονου ρεβιζιονισμού [διάβαζε: ΕΣΣΔ] είναι να σώσει τον καπιταλισμό από την επαναστατική ανατροπή και να υπονομεύσει τον σοσιαλισμό εκεί που έχει οικοδομηθεί». Ακόμα «η σημερινή ΕΣΣΔ έχασε κάθε σοσιαλιστικό και επαναστατικό γνώρισμα… οι μεταρρυθμίσεις και η οικονομική ανασυγκρότηση πραγματοποιούνται σε καπιταλιστικές βάσεις… και οι πληγές της [οι όποιες αδυναμίες της ΕΣΣΔ] είναι γέννημα του ίδιου, του εκεί παλινορθωμένου καπιταλιστικού συστήματος».
Παρά την σκληρή γλώσσα που εδώ και πάρα πολλά χρόνια χρησιμοποιεί η Αλβανική ηγεσία, η Σοβιετική Ένωση αντιμετωπίζει με στωικότητα την πολεμική της και ποτέ δεν έλειψαν από τη μεριά της οι προσπάθειες για την καλυτέρευση των σχέσεων τους στη βάση της αμοιβαίας ωφέλειας, προσπάθειες όμως, που, τουλάχιστον ως σήμερα, προσέκρουαν πάντα σε έναν ιδιότυπο πατριωτισμό της αυθεντικής έκφρασης του μαρξισμού-λενινισμού. Βέβαια, ο καιρός και η ζωή δίνουν τη λύση τους όταν αναφύονται τέτοιου είδους ζητήματα.
Καπιταλιστικό δρόμο επίσης ακολουθεί κατά την αλβανική ηγεσία και η ρεβιζιονιστική Κίνα, η οποία είναι τώρα γνωστή στην παγκόσμια κοινή γνώμη σαν θαυμαστής του δυτικού μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Όσον αφορά τις σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, η Αλβανία δεν έχει συνάψει ακόμη διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Το εμπόδιο της με τη Μ. Βρετανία είναι τα 2400 κιλά χρυσού που παρακρατά αδικαιολόγητα το Λονδίνο από την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν λίγο καιρό αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις της με την Δυτική Γερμανία, ενώ βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο με μια σειρά άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Σουηδία και τελευταία με την Ισπανία. Με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οι επαφές της είναι αναπτυγμένες μόνο σε επίπεδο εμπορικών συναλλαγών.
Με τις άμεσα γειτονικές της χώρες, θυμίζουμε την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων της με την Ελλάδα μετά την άρση της εμπόλεμης κατάστασης που έκανε τον τελευταίο χρόνο η ελληνική κυβέρνηση και το πολύ καλό επίπεδο συνεργασίας που διατηρεί με την Ιταλία. Με τη Γιουγκοσλαβία, το θέμα της ύπαρξης αλβανικής μειονότητας στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, δημιουργεί τριβές και ένταση ανάμεσα στις δυο χώρες. Η Αλβανία καταγγέλλει την Γιουγκοσλαβία για καταπάτηση των δικαιωμάτων της μειονότητας των Αλβανών χωρίς ωστόσο να προβάλλει οποιοδήποτε άλλο θέμα, ενώ η Γιουγκοσλαβία κατηγορεί την Αλβανία ως υποκινητή των αιματηρών επεισοδίων που σημειώθηκαν πριν λίγα χρόνια στην Πρίστινα, πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου.
Στο θέμα της Παγκόσμιας Ειρήνης, η Αλβανία τάσσεται υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, του τερματισμού του ανταγωνισμού των εξοπλισμών, της πλήρους απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών και όπλων, της αποστρατιωτικοποίησης του διαστήματος και της απομάκρυνσης όλων των αμερικανικών και σοβιετικών βάσεων και πυραύλων. Αντιτίθεται όμως σε συσκέψεις τύπου Ελσίνκι και πιστεύει ότι μοναδικός δρόμος για την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ασφάλεια είναι η κατάργηση των δυο συνασπισμών. Και -ίσως λίγο γενικότερα και συνθηματολογικά- ότι «με επιχειρήσεις και συμβουλές, οι υπερδυνάμεις δεν υποχωρούν. Μόνο το ξεσκέπασμα και η ανοιχτή καταδίκη της ιμπεριαλιστικής στρατηγικής του πολέμου μπορεί να φέρει αποτέλεσμα, μόνο αυτό μπορεί να τις σταματήσει να ρίξουν τον κόσμο στην καταστροφή».
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά, είναι ότι η Αλβανία είναι μια φτωχή χώρα. Αυτό είναι κάτι που δεν το αρνούνται ούτε οι ίδιοι οι Αλβανοί, τόσο στις ιδιωτικές τους συζητήσεις όσο και στις επίσημες δηλώσεις τους. Και είναι πολύ φυσικό αυτό. Το επίσημο όνομα της Αλβανίας είναι Σκιπερία (Shqipëria), που σημαίνει «Χώρα των αετών». Και βέβαια οι αετοί αυτοί ζούνε μόνο στα βουνά. Μια ορεινή λοιπόν χώρα, όπως πολύ καλά ξέρουμε εμείς οι Έλληνες, είναι πολύ δύσκολο να αναπτυχθεί. Και πολύ περισσότερο όταν έχει βγει και αυτή από μια σκλαβιά πολλών αιώνων και δεν έχει παρά λίγες δεκαετίες μόνο ελεύθερης ζωής. Δε θα είναι υπερβολή λοιπόν να ισχυριστεί κανείς, ότι η Αλβανία ξεκίνησε από το μηδέν. Οι παραγωγικές δυνάμεις στην Αλβανία έμειναν σε ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης και τη στιγμή που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είχε διαγράψει τον κύκλο του στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες του πλανήτη μας, ο χαρακτήρας της αλβανικής οικονομίας παρέμενε φεουδαρχικός. Η προπολεμική βιομηχανία συμμετείχε μόνο κατά 3,3% στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος και τα ¾ της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής ανήκαν στην ελαφρά και επισιτιστική βιομηχανία. Η αλβανική βιομηχανία αποτελούνταν κυρίως από μερικά μικρά και αρχέγονα εργοστάσια καπνού, οινοπνεύματος, λαδιού, σαπουνιού, κλπ.
Ένας ακόμη παράγοντας που στάθηκε εμπόδιο στην προπολεμική γεωργική ανάπτυξη της Αλβανίας, ήταν οι μεγάλες εκτάσεις που καταλάμβαναν τα έλη στις δυτικές πεδιάδες. Για την αποξήρανση αυτών των ελών μεταφέρθηκε και χρησιμοποιήθηκε τόσο χώμα, που θα ήταν αρκετό για να κατασκευαστεί ανάχωμα σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε πέντε φορές ολόκληρη την Αλβανία κατά μήκος των συνόρων της. Με τα έργα αποξήρανσης, η καλλιεργήσιμη γη αυξήθηκε 25 φορές.
Αυτοί οι παράγοντες λοιπόν δεν πρέπει να αγνοούνται όταν αναφέρεται κάποιος τόσο στην οικονομική ζωή της χώρας, όσο και στην αναπτυξιακή της προσπάθεια. Και δε μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι στους τομείς αυτούς καταβλήθηκαν και καταβάλλονται τεράστιες προσπάθειες. Ωστόσο η Αλβανία μόλις το 1976 κατάφερε να γίνει αυτάρκης στα σιτηρά και από τότε η παραγωγική της κατεύθυνση στράφηκε προς τις κτηνοτροφικές και ιδιαίτερα προς το καλαμπόκι.
Εκείνο που εντυπωσιάζει σήμερα τον επισκέπτη της Αλβανίας είναι η αξιοποίηση κάθε κομματιού γης. Φυσικά δεν υπάρχει πεδινό μέρος ακαλλιέργητο και εδώ και μερικά χρόνια γίνονται προσπάθειες εκμετάλλευσης μερικών αλμυρών εδαφών στην παραλιακή ζώνη. Οι πιο πολλές πλαγιές των βουνών και των λόφων της καλλιεργούνται. Για να συγκρατούν τα χώματα έχουν ζώσει τα χωράφια με ξερότοιχους, εικόνα που θυμίζει την ορεινή Ελλάδα την προπολεμική εποχή, αλλά βέβαια έχει προβλεφθεί η κατά το δυνατόν εφαρμογή μηχανοκαλλιέργειας. Στις πλαγιές που λόγω της κλίσης τους δε μπορούν να καλλιεργηθούν, έχουν φυτευτεί οπωροφόρα δέντρα. Το ίδιο συνέβη και σε μέρη που υπήρχαν χαμόκλαδα και θάμνοι και στη θέση τους δημιουργήθηκαν περιβόλια από μηλιές, καρυδιές, εσπεριδοειδή κλπ καθώς και ελαιώνες και αμπελώνες στα μέρη φυσικά που μπορούν να ευδοκιμήσουν. Ωστόσο οι γείτονες μας πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες τους για τη βελτίωση της ποιότητας των φρούτων τους, γιατί τόσο αυτά που μας σέρβιραν στα εστιατόρια όσο και εκείνα που είδαμε να πωλούνται στα μανάβικα, ήταν χαμηλής ποιότητας, σε αντίθεση με τα κρασιά τους που είναι θαυμάσια.
Ο καιρός δεν ήταν βροχερός και έτσι είδαμε πολλούς αγρότες -άνδρες και γυναίκες- στα χωράφια. Η κύρια εργασία αυτής της εποχής ήταν η κατασκευή αποστραγγιστικών αυλακιών. Πολλοί ακόμα δούλευαν στα καλοσυντηρημένα θερμοκήπια, όπου προετοίμαζαν την παραγωγή ανοιξιάτικων κηπευτικών. Μεγάλες εκτάσεις ήταν φυτεμένες με λάχανα και πράσα και στο δρόμο μας συναντήσαμε κατάφορτα φορτηγά, τρακτέρ και κάρα. Πρέπει όμως να τονιστεί, ότι οι μηχανοκαλλιέργειες δεν έχουν μπει ακόμη σε πλατιά εφαρμογή στην Αλβανία και ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των αγροτικών εργασιών γίνονται με τα χέρια.
Όπως όμως και να έχει το πράγμα, αυτή η προσπάθεια των Αλβανών να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις, να καταναλώνουν τα δικά τους αγροτικά προϊόντα και να εφοδιάζονται με τα δικά τους βιομηχανικά και βιοτεχνικά είδη, είναι συγκινητική. Κι αυτή η αγωνία για να χορτάσει ο λαός το δικό του ψωμί, γίνεται φανερή και σε επίσημα κείμενα. «Είναι επιτυχία ιστορικής σημασίας, που εξασφαλίσαμε το ψωμί του λαού» αναφέρει ο Ραμίζ Αλία στο συνέδριο του ΚΕΑ. Και σε άλλο σημείο ζητά «από κάθε επαρχία, από κάθε γεωργικό συνεταιρισμό, ακόμα και από κάθε χωριό να καλύπτουν από τη δική τους παραγωγή τις ανάγκες του πληθυσμού σε κηπευτικά, φασόλια και πατάτες, σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα». Και για να μη γίνεται σπατάλη γης απαιτεί από τα κρατικά όργανα «να φράξουν το δρόμο στην απλόχερη παραχώρηση καλλιεργήσιμης γης για οικόπεδα».
Στη βιομηχανία, η προσπάθεια της Αλβανίας επικεντρώνεται σήμερα στην αύξηση της παραγωγής παραγωγικών μέσων, ώστε να επιτευχθούν μεγαλύτεροι ρυθμοί στην παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών. Οι προτεραιότητες όμως και παρά το γεγονός ότι η Αλβανία κατόρθωσε να δημιουργήσει κάποιο σχετικό επίπεδο βιομηχανικής υποδομής, απαιτούν και χρόνο αρκετό και επενδύσεις αρκετά μεγάλες. Σήμερα λειτουργούν εργοστάσια παραγωγής χάλυβα, σιδηρονικελίου, καλωδίων, θειικού οξέος και άλλων χημικών προϊόντων, εργοστάσια κατασκευής μηχανουργικών μηχανημάτων και ανταλλακτικών, παραγωγής τσιμέντου και άλλων οικοδομικών υλικών, επεξεργασίας ξύλου και βέβαια πετροχημικά συγκροτήματα για την επεξεργασία του πετρελαίου που εδώ και πολλά χρόνια αντλεί από το υπέδαφος της, καθώς και μια σειρά από άλλα εργοστάσια σε όλους σχεδόν τους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής. Ακόμα πρέπει να τονιστεί ότι το 90% των πρώτων υλών που καταναλώνονται στη βιομηχανία της είναι ντόπιας παραγωγής και μόνο το υπόλοιπο 10% εισάγεται. Ως το 1990 προβλέπεται ότι η συμμετοχή της βιομηχανίας, των μεταφορών και των οικοδομών στη διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος θα φτάσει στο 52% έναντι 42% της γεωργίας και 6% άλλων κλάδων της οικονομίας.
Στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η Αλβανία είχε μια αλματώδη πρόοδο. Μέχρι το 1945 δεν είχε κανένα χωριό ηλεκτροδοτημένο. Τον Οκτώβριο του 1970 ηλεκτροδοτήθηκε και το τελευταίο αλβανικό χωριό, που συμβολικά ονομάστηκε «Αυγή». Από το 1972 η Αλβανία εξάγει ηλεκτρική ενέργεια. Το 80% των πηγών παραγωγής της το κατέχουν οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί και το ποσοστό αυτό θα γίνει μεγαλύτερο τα προσεχή χρόνια, με την ολοκλήρωση δυο ακόμη μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών.
ΠΩΣ ΖΕΙ Ο ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ
Τέσσερα 24ωρα παραμονής σε μια άγνωστη χώρα, είναι ασφαλώς ελάχιστος χρόνος για να γνωρίσει κανείς τη ζωή των κατοίκων της. Έτσι αρκείται σε όσες πληροφορίες είναι δυνατόν να συλλέξει και σε όσα μπορέσει να δει με μια ματιά, με συνέπεια τα συμπεράσματα που θα βγάλει να μην ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα. Ξεπερνώντας όμως τον κίνδυνο αυτό, θα επιχειρήσω να κάνω μια παρουσίαση της ζωής του αλβανικού λαού, έτσι όπως την ένιωσα αυτές τις μέρες, χωρίς κάποια αξιολόγηση των στοιχείων της κι ίσως χωρίς κάποια ομαδοποίηση των εντυπώσεων.
Ένα σημαντικό θέμα για τους εργαζόμενους μιας χώρας, είναι αν υπάρχει ανεργία. Οι Αλβανοί συνομιλητές μας αλλά και τα επίσημα αλβανικά κείμενα, μας διαβεβαιώνουν ότι στη χώρα τους δεν υπάρχουν άνεργοι. Ωστόσο σε πολλούς επισκέπτες δημιουργήθηκαν ορισμένες απορίες, που έχουν σχέση με τον μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων που είδαμε στους δρόμους και στις πλατείες των αλβανικών πόλεων. Η απάντηση- μάλλον στερεότυπη- γι’ αυτούς, ήταν ότι ανήκουν σε άλλη βάρδια. Μακάρι να ’ναι έτσι και να έχουν δουλειά οι άνθρωποι.
Η εργάσιμη ημέρα στην Αλβανία είναι οχτώ ώρες και η εβδομάδα είναι εξαήμερη. Οι χαμηλότεροι μισθοί είναι 600 λεκ και η αναλογία χαμηλών μισθών προς τους υψηλούς είναι ένα προς δύο. Το να αναφέρουμε τη σχέση ισοτιμίας ανάμεσα στο λεκ και στη δραχμή (4,60 λεκ ίσα με 100 δραχμές) δε νομίζουμε πως έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Πιο σημαντικό θα ήτανε να δούμε τι μπορεί να ψωνίσει και που ξοδεύει το μισθό του ένα ζευγάρι που αμείβεται με τον χαμηλότερο μισθό (1200 λεκ). Για ενοίκιο διαμερίσματος στην πόλη 30 λεκ το μήνα, για φωτισμό 30 λεκ, ένα κιλό ψωμί 2 λεκ, 1 λίτρο γάλα 2 λεκ, κρέας 13-17 λεκ, ψάρια 3-12 λεκ, ζάχαρη 8 λεκ, ένα μπουκάλι κρασί 5-7, εισιτήριο αστικού λεωφορείου 0,3 λεκ, πουκάμισα ανδρικά 45-55, παπούτσια 50-80, κοστούμι 650-750 λεκ, έγχρωμη τηλεόραση 5800 λεκ, φλιτζάνι καφέ 1,5-2,5 λεκ, καραμέλες 15-30, πορτοκάλια 3 και λεμόνια 5 λεκ. Αυτές ήταν μερικές από τις τιμές που πληροφορήθηκα από τους συνομιλητές μου και που είδα στις βιτρίνες των μαγαζιών.
Τα μαγαζιά στις πόλεις της Αλβανίας είναι αρκετά, πολλά διαθέτουν και βιτρίνες, αλλά η αλβανική κοινωνία είναι σαφέστατα μη καταναλωτική. Η έλλειψη ποικιλίας είναι φανερή σε όλα τα είδη. Π.χ. η απορρυπαντική σκόνη είναι μια. Τα πολύχρωμα (και παραπλανητικά σε πολλές περιπτώσεις) κουτιά συσκευασίας σπανίζουν. Το μεγαλύτερο κατάστημα των Τιράνων είναι ένα σχετικά μικρό κατάστημα, ακόμη και για μια μικρή ελληνική επαρχιακή πόλη. Η λαϊκή αγορά τροφίμων όμως στην πόλη Μπεράτι, ήταν γεμάτη από τρόφιμα, κρέας, κοτόπουλα, λαχανικά και φρούτα. Γενικά και προς μεγάλη λύπη των Ελλήνων «τουριστών», η Αλβανία δεν προσφέρεται για ψώνια. Εκείνοι λοιπόν οι συμπατριώτες μας, που όταν γυρίσεις από μια ξένη χώρα δε σε ρωτούν πώς πέρασες και τι είδες, παρά αγωνιούν να μάθουν τι ψώνισες, αυτοί λοιπόν οι ιδιότυποι «τουρίστες» (που δυστυχώς είναι πάρα πολλοί) θα απογοητευτούν από την αγορά της Αλβανίας.
Φυσικά το θέμα δεν είναι αν θα ικανοποιηθούν από την αγορά οι Έλληνες ή οποιοιδήποτε τουρίστες, αλλά κατά πόσο τα αγαθά που διαθέτει ικανοποιούν τις ανάγκες των κατοίκων που ζουν σε αυτή τη χώρα. Κι εδώ πρέπει να ειπωθεί πως λείπουν ακόμα αρκετά προϊόντα που θα κάνουν πιο άνετη τη ζωή των Αλβανών. Και σαν τέτοια είναι τα ηλεκτρικά είδη, ψυγεία, κουζίνες πλυντήρια, σκούπες κλπ που εισάγονται σε περιορισμένο αριθμό και μερικά από αυτά παράγονται σε πολύ μικρή κλίμακα. Όλα αυτά είναι κατανοητό ότι είναι δύσκολο να παραχθούν από τη μια στιγμή στην άλλη και ότι η αθρόα εισαγωγή τους θα ανέτρεπε το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, είναι όμως και μερικά είδη, τα οποία θα είχαν ασήμαντη επιβάρυνση, όπως π.χ. τα έγχρωμα φιλμ τα οποία λείπουν τελείως από την αλβανική αγορά, σε αντίθεση με τα ασπρόμαυρα, κι αν σκεφτεί κανείς ότι ούτε το κόστος αγοράς τους έχει μεγάλη διαφορά, ούτε το κόστος της εμφάνισης τους, τότε αναρωτιέται κανείς γιατί να μη μπορεί ο Αλβανός εργαζόμενος να έχει τη χαρά να βλέπει σε έγχρωμη φωτογραφία το παιδί του.
Στην Αλβανία δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ούτε επίσης και μοτοσικλέτες χωρίς να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις. Οι μετακινήσεις γίνονται με λεωφορεία ή τραίνα στο σιδηροδρομικό δίκτυο που κατασκευάστηκε μεταπολεμικά. Ένα μεγάλο τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής κατασκευάστηκε από τους νέους με εθελοντική δουλειά. Οι μεταφορές γίνονται με φορτηγά που ανήκουν σε επιχειρήσεις μεταφορών. Τα λίγα μικρά επιβατικά αυτοκίνητα ανήκουν στο κράτος. Ανάλογα με τον αριθμό τους όμως, είναι πάρα πολλές οι μάρκες που κυκλοφορούν, αλλά η ερώτησή μου γιατί να υπάρχουν τόσες μάρκες, που απαιτούν περισσότερα ανταλλακτικά και πιο πολλούς ειδικευμένους τεχνίτες, σε μια χώρα που κάνει αιματηρές οικονομίες στο συνάλλαγμα, παρέμεινε αναπάντητη. Φυσικά υπάρχουν ταξί και -ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτό- πάρα πολλά ποδήλατα. Η Αλβανία δεν έχει δική της αεροπορία και η επικοινωνία με το εξωτερικό γίνεται με τις γραμμές της γιουγκοσλάβικης αεροπορίας, της ρουμάνικης, της ανατολικογερμανικής, της ουγγρικής και της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Ως το 1990 οι αρμόδιοι κρατικοί παράγοντες προβλέπουν ότι όλα τα χωριά θα έχουν υδραγωγεία, ενώ η ασφαλτόστρωση των δρόμων θα απαιτήσει πολλά χρόνια ακόμη. Δίκτυα διανομής φυσικού αερίου διαθέτουν για την ώρα μόνο οι πόλεις που βρίσκονται κοντά στις πετρελαιοπηγές, ενώ η απλή τηλεφωνική συσκευή υπάρχει σε όλα τα χωριά, χωρίς όμως να μπορεί ακόμα να γίνει λόγος για εθνικό αυτόματο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο.
Στον τομέα της παιδείας η Αλβανία δεν ήταν απλώς η πιο καθυστερημένη χώρα στην Ευρώπη, αλλά το χάσμα ανάμεσα σε αυτή και στις γειτονικές της ακόμα χώρες ήταν τεράστιο. Εδώ όμως και μερικές δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, έτσι που όλα τα χωριά διαθέτουν σχολεία για την οχτάχρονη βασική εκπαίδευση, η οποία είναι υποχρεωτική. Σχολεία μέσης εκπαίδευσης η οποία είναι τετράχρονη και χωρίζεται σε γενική και επαγγελματική, υπάρχουν σε κεφαλοχώρια, ώστε να εξυπηρετούνται οι μαθητές των γειτονικών χωριών. Το 1985, το 57% των αποφοίτων του δημοτικού συνέχισαν τις σπουδές τους στο γυμνάσιο και το 1990 το ποσοστό αυτό αναμένεται να φτάσει στο 70%.
Πανεπιστήμιο η Αλβανία απόκτησε μόλις το 1957. Ως τότε λειτουργούσαν στη χώρα διάφορα ινστιτούτα και σχολές, όπως το δίχρονο παιδαγωγικό ινστιτούτο από το 1946, το τετράχρονο γεωργικό ινστιτούτο και το πολυτεχνείο από το 1951, η ιατρική και η οικονομική σχολή από το 1952 και η νομική σχολή από το 1954. Σήμερα εκτός από το Πανεπιστήμιο των Τιράνων του οποίου ο αριθμός των εδρών και των τομέων φτάνει τους 84, υπάρχουν και άλλα ανώτερα ιδρύματα, όπως σχολές σωματικής αγωγής, καλών τεχνών κλπ και τα τελευταία χρόνια εγκαινιάστηκε και σύστημα μεταπτυχιακής επιμόρφωσης και ειδίκευσης.
Οι φοιτητές της ανώτερης εκπαίδευσης στεγάζονται δωρεάν σε φοιτητικές εστίες και ανάλογα με τα έσοδα της οικογένειας τους είναι δυνατόν να επιβαρύνονται με κάποιο ποσοστό για τη διατροφή τους. Κατά τα άλλα, η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν σε όλες τις βαθμίδες της, καθώς και στην προσχολική ηλικία. Παρά τις άσχημες σχέσεις που διατηρεί η Αλβανία με τη Σοβιετική Ένωση, εν τούτοις, η ρωσική γλώσσα διδάσκεται στα σχολεία της μαζί με την αγγλική και τη γαλλική, σε επίπεδο όμως που καθόλου δεν ικανοποιεί την πολιτική ηγεσία, η οποία ζητάει εντονότερους ρυθμούς μάθησης.
Τα σχολεία διακόπτουν τα μαθήματά τους εκτός από το καλοκαίρι και άλλες δυο φορές ακόμα, μια στην περίοδο της Πρωτοχρονιάς και μια στα μέσα της άνοιξης. Χρονικά αυτές οι διακοπές συμπίπτουν περίπου με τις δικές μας, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με θρησκευτικούς λόγους.
Όπως είναι γνωστό, η Αλβανία είναι το μοναδικό αθεϊστικό κράτος στον κόσμο, όπου απαγορεύεται η λειτουργία εκκλησιών, τζαμιών και λοιπών λατρευτικών χώρων καθώς και η τέλεση θρησκευτικών εκδηλώσεων κλπ. Ίσως θα ήταν απλοϊκό να υποθέσει κανείς ότι η ενέργεια αυτή υπαγορεύτηκε από τη μετουσίωση σε πράξη της λενινιστικής ρήσης ότι «η θρησκεία αποτελεί το όπιο του λαού», γιατί κάτι τέτοιο δεν έγινε ούτε από τον ίδιο τον Λένιν. Ο λόγος της εφαρμογής του σκληρού αυτού μέτρου, βρίσκεται στις χωριστικές τάσεις που παρατηρούνταν ανάμεσα στους κατοίκους της Αλβανίας, οι οποίοι ανήκουν σε τρεις διαφορετικές θρησκείες. Είναι οι μωαμεθανοί, οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι, κυρίως του Νότου. Με την ενέργειά τους αυτή, οι Αλβανοί ισχυρίζονται πως όχι μόνο κάνουν πιο εύκολη τη συμβίωση ανάμεσα στα στρώματα του πληθυσμού που μέχρι χθες πίστευαν σε διαφορετικές θρησκείες -τώρα πχ είναι δυνατοί οι γάμοι ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους- αλλά το πιο σημαντικό είναι αυτό που εκμυστηρεύτηκε Αλβανός αξιωματούχος, ότι η χώρα του φρόντισε έγκαιρα να αποφύγει την τύχη του Λιβάνου, γιατί κανείς δεν ξέρει τι είδους επιρροή θα άσκουσε αύριο στα εσωτερικά της Αλβανίας το Βατικανό και η Ιταλία από τη μια μεριά, η Ελλάδα από την άλλη και ο ανερχόμενος ισλαμισμός από μια τρίτη πλευρά.
Με την κατάργηση των θρησκειών δεν υπάρχουν θρησκευτικές γιορτές και αργίες. Οι μόνες αργίες για τους Αλβανούς εργαζόμενους είναι η Πρωτοχρονιά, η Εργατική Πρωτομαγιά και η 27η και 28η του Νοέμβρη, επέτειοι της σύστασης του Αλβανικού κράτους και της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς κατακτητές.
Όλοι οι εργαζόμενοι στην Αλβανία δικαιούνται την κανονική ετήσια άδεια τους, η οποία σε ορισμένα επαγγέλματα φτάνει και τις 36 εργάσιμες ημέρες. Και όλοι επίσης οι εργαζόμενοι στη Διοίκηση ως τα πιο ανώτερα στελέχη, έχουν την υποχρέωση τακτικά και άμεσα να συμμετέχουν στη χειρωνακτική εργασία, είτε κοντά στους αγρότες για τη συγκομιδή της σοδειάς, είτε κοντά στους εργάτες για την εκτέλεση διαφόρων κοινωνικών έργων.
Η σύνταξη, η οποία αποτελεί το 70% του μέσου μισθού, δίνεται στους άνδρες μετά τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας τους, σε ορισμένα επαγγέλματα, όπως στους εκπαιδευτικούς μετά τα 55 έτη και σε κάποια άλλα και από τα 50 ακόμη, ενώ για τις γυναίκες τα όρια αυτά μειώνονται κατά 5 χρόνια. Για τις έγκυες γυναίκες και τις μητέρες που θηλάζουν τα παιδιά τους ισχύουν και στην Αλβανία ιδιαίτερες ημέρες και ώρες αποχής από την εργασία, οι οποίες αμείβονται εξ ολοκλήρου ή κατά ένα σημαντικό ποσοστό.
Η υγειονομική περίθαλψη στην Αλβανία είναι εντελώς δωρεάν και καλύπτει ολόκληρο τον πληθυσμό της. Σήμερα λειτουργούν νοσοκομεία σε διάφορες πόλεις της Αλβανίας, διάφορα επιστημονικά ιατρικά ιδρύματα, υγειονομικά κέντρα, οδοντιατρεία, φαρμακεία, κλπ., με συνέπεια ο μέσος όρος ζωής του αλβανικού λαού από τα 38 χρόνια που ήταν το 1938 να φτάσει στα 70 περίπου το 1983. Η αναλογία κάθε είδους γιατρών και πληθυσμού είναι σήμερα 1 προς 600 (στην Ελλάδα 1:300).
Η Αλβανία κατέχει στον ευρωπαϊκό χώρο την πρώτη θέση στην αύξηση του πληθυσμού με 28 γεννήσεις στους 1000 κατοίκους και ίσως είναι η χώρα με τον νεότερο πληθυσμό. Η μέση ηλικία του δεν ξεπερνά τα 26 χρόνια. Περίπου το 35% είναι κάτω των 15 ετών, το 43% είναι 15-39, το 15% 40-59 και μόνο το 7% είναι πάνω από 60 χρονών, οπότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς τι εφεδρείες έχει σε εργατικά χέρια η χώρα αυτή και πόσο μικρή είναι η επιβάρυνση του κοινωνικού της συνόλου για συντάξεις. Αποτέλεσμα του υψηλού ρυθμού γεννητικότητας, είναι η ύπαρξη πολυμελών οικογενειών, όπου το 42% έχει 5-7 μέλη, το 28% έχει 3-4 μέλη, το 20% ξεπερνά τα 8 μέλη και μόνο ένα 10% είναι οι οικογένειες με 1-2 μέλη.
Τα όσα έχουν γραφεί ως τώρα δίνουν ίσως μια εικόνα του τρόπου ζωής στην γειτονική μας χώρα. Θα άξιζε όμως να αναφερθούν και τα παρακάτω, που πιστεύω πως αν και ανάκατα συμπληρώνουν αυτή την εικόνα, όπως π.χ. δε συναντήσαμε σε καμιά πόλη απ’ όσες επισκεφτήκαμε, ζητιάνους. Πληροφορηθήκαμε επίσης ότι στην Αλβανία δεν κυκλοφορούν ναρκωτικά(!) Κάτι που μας έκανε μεγάλη εντύπωση, είναι ότι στην Αλβανική γλώσσα δεν υπάρχει η λέξη «άγχος», την οποία αγνοούσε φοιτήτρια της Ιατρικής και προσπαθούσε περιφραστικά ο πατέρας της να της το εξηγήσει. Άλλο ενδιαφέρον επίσης το απλό ντύσιμο και η διαφορετική αισθητική για την ατομική εμφάνιση. Το μακιγιάζ λείπει τελείως από τις γυναίκες, εκτός από το κραγιόν των χειλιών. Δεν είδαμε ακόμη καμιά Αλβανίδα να καπνίζει κι ούτε κανένα ζευγαράκι να περπατάει έστω χέρι-χέρι. Ακόμα πρέπει να ειπωθεί και η συντηρητική εμφάνιση των ανδρών χωρίς μαλλούρες και γενειάδες. Αν κάτι θα θυμάμαι στην Αλβανία, είναι με πόση ευκολία πιάναμε κουβέντα με τους κατοίκους του Αργυροκάστρου- κύρια μειονοτικούς ελληνικής καταγωγής και με τι δυσκολία μας αντιμετώπιζαν στις άλλες πόλεις. Πολλοί επίσης δείχνανε ένα φόβο και μια αποστροφή απέναντι στη φωτογραφική μηχανή, όταν τύχαινε να βρίσκονται μέσα στο οπτικό πεδίο που επιχειρούσαμε να φωτογραφήσουμε. Δεν πρέπει ωστόσο να παραλειφθεί η εγκαρδιότητα και η ευγένεια με την οποία μας εξυπηρετούσε το προσωπικό των ξενοδοχείων, των εστιατορίων, των μουσείων κλπ. και βέβαια εκείνοι που ήταν επιφορτισμένοι με την ξενάγηση μας.
ΣΤΟ ΦΙΛΟΞΕΝΟ ΑΡΓΥΓΟΚΑΣΤΡΟ
Η προτελευταία ημέρα στην Αλβανία μας επιφύλαξε μια έκπληξη. Ξεκινήσαμε από τα Τίρανα νωρίς το πρωί και κατά πως έλεγε το πρόγραμμα θα περνούσαμε από το Μπεράτι και μέσω του Αργυρόκαστρου θα πηγαίναμε στους Άγιους Σαράντα ή Σαράντι όπως αποκαλούν την πόλη οι Αλβανοί.
Και ενώ η μέρα ήταν ηλιόλουστη και θαυμάσια, και βγάλαμε ένα πλήθος φωτογραφιών στο πολύ όμορφο Δυρράχιο και στο παραδοσιακό Μπεράτι, που κι αυτό όπως και το Αργυρόκαστρο έχει χαρακτηριστεί πόλη-μουσείο, προχωρώντας προς τα νότια μας έπιασε βαρυχειμωνιά. Φτάνοντας νύχτα στο Τεπελένι, η κατάσταση ήταν τραγική. Το χιόνι ήταν παγωμένο στο δρόμο, μια νταλίκα γλίστρησε και τον έκλεισε σχεδόν, και το λεωφορείο μας δεν είχε αλυσίδες!
Ύστερα από πολλές ώρες φτάσαμε κοντά στο Αργυρόκαστρο και ενώ η ώρα είχε πάει 9 το βράδυ. Εκεί πληροφορηθήκαμε, πως ο αυχένας πάνω από την πόλη που έπρεπε να διαβούμε, ήταν κλειστός γιατί κι εκεί φαίνεται κάποιο φορτηγό δεν είχε αλυσίδες και ντεραπάρισε. Περιμένοντας στη διασταύρωση για να μάθουμε όλα αυτά, έφτασαν ξωπίσω μας κι άλλα δύο λεωφορεία με Έλληνες τουρίστες και τον ίδιο προορισμό. Άλλη λύση δεν υπήρχε πια, παρά να διανυκτερεύσουμε όπως-όπως αναγκαστικά στο Αργυρόκαστρο και την άλλη μέρα θα βλέπαμε τι θα κάναμε.
Με χίλιες προσπάθειες και γλιστρώντας στον παγωμένο ανηφορικό δρόμο, το αυτοκίνητο ανέβηκε στην πλατεία του Αργυρόκαστρου. Κατεβήκαμε, χωθήκαμε μέσα στο ζεστό ξενοδοχείο και ερευνούσαμε τις γωνίες, όπου λογαριάζαμε πως θα ξενυχτήσουμε, γιατί ήταν φυσικό να μη φτάνουν τα κρεβάτια για τόσα άτομα. Λυπημένοι οι ξεναγοί και οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου –λες κι έφταιγαν αυτοί για την κακοκαιρία- μας ζητούσαν κάθε τόσο συγνώμη, και για να μας κάνουν ευχάριστη την αναγκαστική διαμονή μας εκεί, κουβάλησαν άρον-άρον τους μουσικούς του ξενοδοχείου, οι οποίοι με τους κεφάτους ρυθμούς της ελληνικής και της αλβανικής μουσικής, παρέσυραν αρκετούς στο χορό. Αλλά εκεί που άναψε το γλέντι, ακούσαμε ξαφνικά να μας καλούν για φαγητό. Ήταν μια πραγματική έκπληξη για όλους μας, όταν αντικρίσαμε μια τραπεζαρία με σούπα, κοτόπουλο κοκκινιστό, σαλάτα, τυρί, γλυκό και φρούτο, και στ’ αλήθεια θαυμάσαμε το προσωπικό του ξενοδοχείου που μέσα σε μία-μιάμιση ώρα κατάφεραν και ετοίμασαν φαγητό για τόσο κόσμο. Μέσα σε μια τέτοια ευχάριστη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί πια, η λύση να κοιμηθούμε δυο-δυο στα στενά κρεβάτια του ξενοδοχείου, έγινε με ικανοποίηση δεκτή, αν και πολλοί προτίμησαν να χορεύουν ως τις πρωινές ώρες. Κι ενώ όλοι εμείς οι ξένοι τακτοποιηθήκαμε, δυστυχώς τα κρεβάτια δεν φτάσανε για τους συνοδούς μας, οι οποίοι αναγκάστηκαν και ξενύχτισαν μέσα σ ΄ ένα λεωφορείο. Κι είναι σίγουρο πως ηχεί παράξενα στ’ αυτιά μας, ένας γενικός επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης ή ένας καθηγητής της Νομικής που ήταν ο ξεναγός ενός άλλου από τα τρία γκρουπ, να περνούν ξάγρυπνοι μια παγωμένη νύχτα μέσα στο λεωφορείο!
Δυστυχώς και η μέρα που ξημέρωσε σε τίποτα δεν διέφερε από την προηγούμενη κι έτσι η επίσκεψή μας στους Αγίους Σαράντα, ματαιώθηκε. Ήταν λοιπόν μια εξαιρετική ευκαιρία για να γνωρίσουμε καλύτερα το Αργυρόκαστρο, που σκεπασμένο με χιόνι ήταν μια πανέμορφη πόλη. Από νωρίς αρχίσαμε την περιπλάνηση στους στενούς δρόμους. Μπήκαμε σε μαγαζιά, αγοράσαμε φρέσκο πιτυρούχο ψωμί, δοκιμάσαμε το τυρί τους, εφοδιαστήκαμε με λογιών-λογιών κρασιά, μπλεχτήκαμε μέσα σ’ ένα γνώριμο πλήθος και κουβεντιάσαμε αρκετά με τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους του Αργυρόκαστρου. Μας μίλησαν για τη ζωή τους, για τα προβλήματα τους, για τις ελπίδες τους. Μετά από μισόν αιώνα, σχεδόν εχθρότητας ανάμεσα στις δύο χώρες , οι Έλληνες της Αλβανίας, νομίζω, πως περισσότερο από τον καθένα περιμένανε την εξομάλυνση της κατάστασης και την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων. Όπως τόνισαν οι ίδιοι οι άγνωστοι κι ανώνυμοι μα τόσο φιλικοί απέναντί μας συνομιλητές, τον δρόμο της έντονης και σκληρής αντιπαράθεσης τον δοκιμάσανε, καιρός πια να γνωρίσουνε και τον δρόμο της φιλίας και της συνεργασίας. Μόνο έτσι θα απλουστεύονταν οι διαδικασίες για καλύτερη επικοινωνία με τους συγγενείς τους στην Ελλάδα, για την ανταλλαγή επισκέψεων κι ίσως την καλύτερη διατήρηση της ελληνική κουλτούρας. Βέβαια αυτά προστατεύονται και από το σύνταγμα της Αλβανίας, το οποίο εγγυάται (άρθρ.42) ότι: «Στις εθνικές μειονότητες εξασφαλίζεται η προστασία και η ανάπτυξη της κουλτούρας και των λαϊκών παραδόσεων, η χρησιμοποίηση της μητρικής γλώσσας και η διδασκαλία της στο σχολείο, η ίση ανάπτυξη σ’ όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Κάθε προνόμιο ή ανισότητα και κάθε ενέργεια που παραβιάζει τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων είναι αντισυνταγματική και τιμωρείται σύμφωνα με τον νόμο». Πολλοί συνομιλητές μας όμως τόνισαν, ότι η εγγύηση αυτή τότε μόνο θα ήταν ολοκληρωμένη, όταν οι δύο χώρες θα έβρισκαν σημεία επαφής και προσέγγισης. Από την άποψη αυτή λοιπόν η άρση της εμπόλεμης κατάστασης στην οποία προχώρησε η ελληνική κυβέρνηση και η επίσκεψη του υπουργού των Εξωτερικών στα Τίρανα, ήταν ίσως το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να γίνει στους Έλληνες της Αλβανίας.
Στα βιβλιοπωλεία του Αργυρόκαστρου βρήκαμε αρκετά βιβλία και τα περισσότερα απ’ αυτά σχολικά, γραμμένα στα ελληνικά, και στους χιονισμένους δρόμους είχαμε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαπιστώσουμε από πρώτο χέρι πόσο τα παιδιά του σχολείου ξέρουν να μιλούν την μητρική τους γλώσσα.
Περιπλανώμενοι στην πόλη κι αφού αλλάξαμε μερικά χαρτονομίσματα στην Τράπεζα με τους δύο υπαλλήλους, τα παμπάλαια έπιπλα και τις δύο εξίσου παλιές γραφομηχανές και αριθμομηχανές βρεθήκαμε έξω από ένα τεράστιο κτίριο, απ’ τις μισόκλειστες πόρτες του οποίου ξεχύνονταν μουσική και παιδικό τραγούδι. Ρωτήσαμε μια καθαρίστρια που δούλευε εκεί για να μάθουμε τι χώρος είναι αυτός, αλλά δυστυχώς δεν καταλάβαινε ελληνικά. Μπήκε όμως μέσα και σε λίγο ήρθαν τρία άτομα που μιλούσαν ελληνικά και μας πληροφόρησαν, ότι το κτίριο είναι το θέατρο της πόλης και ότι εκείνη την ώρα ετοίμαζαν ή καλύτερα έκαναν πρόβα της πρωτοχρονιάτικης γιορτής με τα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Θεωρήσαμε τους εαυτούς μας πολύ τυχερούς αν θα μας επέτρεπαν την είσοδο και γρήγορα νομίζω ξεπεράσαμε τις αντιρρήσεις του σκηνοθέτη της παράστασης, ο οποίος δεν ήθελε να ντροπιαστεί με πιθανά σφάλματα και ατέλειες των παιδιών και των μουσικών. Ήταν θαρρώ το καλύτερο φινάλε αυτής της επίσκεψής στην Αλβανία, όπου χαρήκαμε τη φρεσκάδα, τη δροσιά και το ταλέντο αυτών των παιδιών, που χόρεψαν, τραγούδησαν, έπαιξαν σκετς και μιμήθηκαν φωνές και κινήσεις και στ’ αλήθεια λυπηθήκαμε που δεν θα τα βλέπαμε στην Πρωτοχρονιάτικη παράστασή τους. Εκεί πληροφορηθήκαμε ακόμα, ότι το Αργυρόκαστρο διαθέτει μόνιμη θεατρική σκηνή, που απασχολεί επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά 80-90 άτομα και ανεβάζει γύρω στα πέντε έργα κάθε χρόνο. Διαθέτει επίσης και Συμφωνική ορχήστρα από 70 άτομα εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι επαγγελματίες μουσικοί. Και τα δύο συγκροτήματα περιοδεύουν σε όλα τα χωριά της περιοχής τους και πολλές φορές και σε άλλες επαρχίες της Αλβανίας.
Στο αποχαιρετιστήριο γεύμα αργά το μεσημέρι, ένας από τους ξεναγούς μετέφερε τη λύπη τόσο του διευθυντή του Αλβανικού Τουρισμού με τον οποίο ήταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία, όσο και των ίδιων και των εργαζόμενων στα λεωφορεία και στο ξενοδοχείο, για την ταλαιπωρία στην οποία -δήθεν- υποβληθήκαμε και γιατί έμεινε ανολοκλήρωτη η εκδρομή. Εντελώς αυθόρμητα και πιστεύοντας ότι διερμηνεύω τα αισθήματα όλων των συμπατριωτών μου, που ήμασταν εκεί, πήρα το λόγο, ευχαριστώντας τους ξεναγούς και ζητώντας τους συγνώμη για το ξενύχτι που εξ αιτίας μας έκαναν στο λεωφορείο και μη μπορώντας αλλιώς πώς να εκφράσουμε τα συναισθήματα αυτά, ζήτησα από τους συνταξιδιώτες μου να ξεσπάσουμε σ’ ένα θερμό χειροκρότημα και να πιούμε στην υγεία του αλβανικού και του ελληνικού λαού και στην πρόοδο και την φιλία ανάμεσα τους.
Υστερόγραφο: Από το ημερολόγιο της μάνας μου
(με διατήρηση της γραφής της)
1986-12-24 Τετάρτη. Παραμονή Χρηστούγενα, τα κόλιντρα το λέμε να καταλαβένομε απλά. Ο Γιώργος με τη Νήτσα πήγανε εκδρομή στην αλβανία με πούλμαν από τα Γιάνενα. Με το Φώτι πήγαμε και κηνονήσαμε σήμερα. Το μεσημέρι και μετά χιονήζη και όλλοι τη νήχτα και ανησηχούμε για τους Γιωργέη [ο Γιώργος και η Νίτσα] που είναι παλιόκερος.
1986-12-25 Πέμπτη. Χρηστούγενα ξημέροσε 60 πόντους χιόνη. Δεν μπορούμε να πάμε στην εκλησήα τη Νήχτα να καταλάβομε ότη ήρθανε τα χρηστούγενα. Η Γιωργέι ταξήδι στην αλβανία.
1986-12-26 Παρασκεβή, γιορτάζουνε η χριστάδες. Και σήμερα χιονήζι. Ο Γιώργος έξω στην αλβανία γιορτάζουνε. Ο κόζμος που ερχώτανε να κάνουνε γιορτές στο χωριό δεν ήρθανε μήνανε στα τρήκαλα Μουζάκι. Σταματήσανε η σηνκενονίες, κόπηκε το φος 4 μέρες ήμαστε αποκλιζμένη.
1986-12-27 Σάβατο. Το χιόνη δεν έλιοσε. Το βράδη γήρησαν η Γιωργέι απ την εκδρωμή και μηλίσαμε ορέα περάσανε δεν ήταν χιόνια εκή.
(για διευκόλυνση της ανάγνωσης!)
1986-12-24 Τετάρτη. Παραμονή Χριστούγεννα, τα κόλιντρα το λέμε να καταλαβαίνουμε απλά. Ο Γιώργος με τη Νίτσα πήγανε εκδρομή στην Αλβανία με πούλμαν από τα Γιάννενα. Με το Φώτη πήγαμε και κοινωνήσαμε σήμερα. Το μεσημέρι και μετά χιονίζει και όλη τη νύχτα και ανησυχούμε για τους Γιωργαίους που είναι παλιόκαιρος.
1986-12-25 Πέμπτη. Χριστούγεννα ξημέρωσε 60 πόντους χιόνι. Δεν μπορούμε να πάμε στην εκκλησία τη Νύχτα να καταλάβουμε ότι ήρθανε τα Χριστούγεννα. Οι Γιωργαίοι ταξίδι στην Αλβανία.
1986-12-26 Παρασκευή, γιορτάζουνε οι Χριστάδες. Και σήμερα χιονίζει. Ο Γιώργος έξω στην Αλβανία γιορτάζουνε. Ο κόσμος που ερχότανε να κάνουνε γιορτές στο χωριό δεν ήρθανε, μείνανε στα Τρίκαλα – Μουζάκι. Σταματήσανε οι συγκοινωνίες, κόπηκε το φώς 4 μέρες ήμαστε αποκλεισμένοι.
1986-12-27 Σάββατο. Το χιόνι δεν έλιωσε. Το βράδυ γύρισαν οι Γιωργαίοι απ’ την εκδρομή και μιλήσαμε, ωραία περάσανε, δεν ήταν χιόνια εκεί.
Γιώργος Γούσιας, Χειμώνας 1987
2 Responses
Τι να πω. Ότι δεν ήξερα για 5ην Αλβανία το έμαθα σήμερα. Αξίζει 9 κόπος. Νάσαι καλά Γιώργο.
Χαίρομαι, Σωτήρη! Σ’ ευχαριστώ πολύ! Μόνο που άργησα …λιγάκι(!) να δημοσιοποιήσω τις εντυπώσεις μου!