Εξομολογήσεις του Νίκου Καββαδία, τρεις μέρες πριν τον θάνατό του.
Με τον Νίκο Τασιάκο, τον υπεραιωνόβιο τορπιλητή του υποβρυχίου “Παπανικολής” που “έφυγε” πριν τρία χρόνια, ήμασταν φίλοι κι ας μας χώριζαν μερικές δεκαετίες! Ο μπάρμπα-Νίκος [https://vimeo.com/6690974…] μετά την απόταξή του από το Βασιλικό Ναυτικό -λόγω της συμμετοχής του στο Κίνημα του Ναυτικού την άνοιξη του 1944- πέρασε όλα του τα χρόνια ώσπου να πάρει σύνταξη, στο εμπορικό ναυτικό. Δούλεψε άραγε ποτέ στον ίδιο καράβι με τον Νίκο Καββαδία, που πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου του 1975;
Στις συχνές μας τηλεφωνικές επικοινωνίες -εγώ στη Θεσσαλονίκη, εκείνος στην Αθήνα- αλλά και στα ανταμώματά μας στο χωριό, δεν μου γεννήθηκε ποτέ αυτή η απορία. Μου γεννήθηκε όμως όταν ψάχνοντας στο διαδίκτυο να βρω μια πληροφορία για τον Καββαδία, έπεσα πάνω σε ένα απόσπασμα ενός κειμένου, που έλεγε πως προερχόταν από την τελευταία του συνέντευξη. Είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό “Γυναίκα”, τεύχος 736, 29/3/1978 με τον τίτλο “ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: Ο ΑΡΜΕΝΙΣΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, αφιέρωμα στο μαρκονίστα ποιητή, τον αέναο εραστή της θάλασσας και της γυναίκας, για τα τρία χρόνια από το θάνατό του. Η τελευταία συνέντευξή του”, και έφερε την υπογραφή “Φλέρρυ Κούβελα-Τασσιάκου”.
Ήξερα ότι ο αγαπητός μου μπάρμπα-Νίκος είχε ζήσει μια μεγάλη τραγωδία, για την οποία δεν ήθελε να μιλάει ποτέ. Η Έφη (Ευσταθία) η μοναχοκόρη του, που είχε σπουδάσει νομικά και δούλευε στο Δημόσιο, παντρεμένη με τον Β.Κούβελα, πέθανε σε ηλικία 33 ετών αφήνοντας πίσω της ένα βρέφος!
Τι πιο φυσικό να πάει το μυαλό μου αμέσως στην άτυχη κόρη και σε μια πιθανή οικογενειακή φιλία; Όσο όμως και αν έψαξα σε συλλογές και βιβλιοθήκες δεν μπόρεσα να βρω ολόκληρο το κείμενο του δημοσιεύματος, μήπως και από κει αντλήσω κάποια στοιχεία τα οποία θα με βοηθούσαν στην ταυτοποίηση της γυναίκας που το έγραψε και της οποίας ταίριαζαν τα δύο της επώνυμα αλλά ήταν διαφορετικό το μικρό της όνομα.
Όταν πληροφορήθηκα την κυκλοφορία του βιβλίου “Νίκος Καββαδίας: Ο αρμενιστής ποιητής” του Μιχάλη Γελασάκη, έτρεξα και το πήρα και –ω, του θαύματος!- περιέχει ολόκληρη τη συνέντευξη. Είναι αλήθεια πως δεν μπόρεσα να στοιχειοθετήσω την βεβαιότητά μου, αλλά συμφώνησα με την άποψη του συγγραφέα του βιβλίου, ότι “…στην, αρκετά λογοτεχνική, προσέγγιση της δημοσιογράφου είναι εμφανής η προσωπική σχέση με τον ποιητή: “Κι αύριo, Κόλλια μου, μαζί θάμαστε… τι σούρθε τώρα…” Για τη γυναίκα που έκανε τη συνέντευξη δεν βρέθηκαν περισσότερα στοιχεία, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες να πρόκειται για κάποιο ψευδώνυμο”.
Η λύση δόθηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν η Ρούλα Κυρίτση-Μπλέτσα, ξαδέλφη της Έφης Τασιάκου στα Τρίκαλα [“έφυγε” πριν μερικούς μήνες], με διαβεβαίωσε, απαντώντας στην “αθώα” ερώτησή μου αν είχε και άλλο όνομα, ότι όταν η Έφη Κούβελα-Τασιάκου ήταν νεαρή κοπελίτσα, ήθελε να γίνει ηθοποιός και είχε επιλέξει το ψευδώνυμο “Φλέρυ”, όνομα που κράτησε -για λόγους που δεν θα μάθουμε ποτέ- και για την παρουσίαση της τελευταίας συνομιλίας του Νίκου Καββαδία!
Στη συνέχεια παρατίθεται ολόκληρο το κείμενο, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα και αναπαράχθηκε στο βιβλίο “Νίκος Καββαδίας, ο αρμενιστής ποιητής”, και που δεν θα το ονόμαζα ακριβώς συνέντευξη γιατί διαφαίνεται έντονα το φιλικό στοιχείο, με τις ευχαριστίες μου στον συγγραφέα Μιχάλη Γελασάκη και στους αγαπητούς φίλους Σταύρο Τζίμα και Βασίλη Μηνακάκη, που λίγες μέρες αργότερα μου προμήθευσαν τα αντίγραφα των σχετικών σελίδων του περιοδικού Γυναίκα που προανέφερα.
Κλείνοντας τον μακροσκελή πρόλογο (που είναι σχεδόν αυτούσια αντιγραφή περυσινής μου ανάρτησης στο Facebook) και μη όντας μελετητής του έργου και του βίου του Νίκου Καββαδία, παραμένω με την απορία εάν ο χαρακτηρισμός του “αρμενιστής” προϋπήρξε ή αυτοαποκαλείται για πρώτη φορά σ’ αυτή τη συνομιλία, όπου δήλωσε “Είμαι αρμενιστής φιλόσοφος”.
Σημ. Εντύπωση προκαλεί η -πιστεύω ηθελημένη- χρήση διπλών συμφώνων της συντάκτριας στο όνομά της και στο επώνυμό της (Φλέρρυ Τασσιάκου) καθώς και στο όνομα Κόλλιας του Καββαδία.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: Ο ΑΡΜΕΝΙΣΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝΙΣΤΑ ΠΟΙΗΤΗ, ΤΟΝ ΑΕΝΑΟ ΕΡΑΣΤΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ TOΥ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΝΕΝΤΕΥΞΗ
Της Φλέρρυ Κούβελα-Τασσιάκου
Στα εξήντα πέντε χρόνια της ζωής του, ο Νίκος Καββαδίας, μας έδωσε μόνο δύο ποιητικές συλλογές και ένα πεζό. Κι όμως, παρόλο που το συγγραφικό του έργο δεν είναι μεγάλο ποσοτικά, αγαπήθηκε πολύ από τα νιάτα της γενιάς του, της προπολεμικής γενιάς και της δικής μας. Συνθέτες και τραγουδιστές, όπως ο Γιάννης Σπανός και η Μαρίζα Κώχ, έκαναν τους στίχους του τραγούδια με μεγάλη απήχηση και το κράτος θέσπισε λογοτεχνικό διαγωνισμό στ’ όνομά του, για να τον τιμήσει και να τονώσει το ενδιαφέρον των θαλασσινών για την ποίηση και τη λογοτεχνία. [Σημ.ΓΓ. Π πολύ γνωστός δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου “Ο σταυρός του νότου” σε ποίηση του Ν.Καββαδία, κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 1979].
Την αιτία της μεγάλης επιτυχίας του Νίκου Καββαδία πρέπει να την αναζητήσουμε στο γράψιμο του, το γεμάτο εξαίσιες αφηγηματικές χάρες. Στα πρωτότυπα θέματα του, ιδωμένα από μία οπτική γωνιά άγνωστη σε μας και δοσμένα με ειλικρίνεια, που αγγίζει τα όρια του σαδιστικού ρεαλισμού.
«… η λεγάμενη βούλωνε την τρύπα του μπιντέ, το γέμιζε πάγο κι απίθωνε τα σταφύλια. Ό πάγος έλιωνε και τα τρώγαμε κρύα…»
Όσα περιγράφει τα έχει ζήσει πριν ο ίδιος ή τα έχει παρακολουθήσει να διαδραματίζονται γύρω του. Είναι η ζωή ζυμωμένη με ιδρώτα, αλάτι και αβάσταχτη στέρηση. Η ζωή του ναυτικού.
«… Oι ναύτες είναι ακροβάτες. Μπορούνε ν’ ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν’ ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούνε να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι από τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ’ έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το ‘φαγε μακαράς[1], συρματόσχοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το ‘γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ’ άλλα σκουπίδια…[2]
— Κόλλια -τον είχα ρωτήσει- εικοσάχρονος Δόκιμος ήσουν, όταν έγραψες το Μαραμπού. Ώριμος άντρας μας χάρισες τη Βάρδια, το 1954, και τώρα, όταν δεν τα περιμέναμε πια, τούτα τα ποιήματα. Γιατί έβαζες ανάμεσα στα έργα σου τόση απόσταση, τόσησιωπή…
— Καλή μου, λαθεύεις… Εγώ δεν είμαι ποιητής… Είμαι στοχαστής. Είμαι αρμενιστής φιλόσοφος. Οι στίχοι μου είναι λόγια, ιστορίες, ζωή ατόφια… αλλά μην το παίρνεις για επάγγελμα. Αν δεν έχω τίποτα ουσιαστικό να πω, σωπαίνω. Τη σέβομαι την ποίηση. Γι’ αυτό, όσο λιγότερο γράφω τόσο περισσότερο πρέπει να καταλαβαίνεις ότι τη σέβομαι. Kι ύστερα, ο ποιητής βάζει κάτω τη φαντασία, στύβει το μυαλό και γράφει. Είναι επαγγελματίας. Νομίζει πως έχει χρέος να συντηρήσει όνομα και φήμη. Εγώ βλέπω, ζω, αγκομαχώ το χρόνο… Ανάμεσα σε κρεβάτια, σε καμπαρέ, σε τυφώνες… Είναι πιο καλά ν’ αναρωτιούνται: «γιατί δεν γράφει ό Καββαδίας» παρά «γιατί γράφει». Τώρα έχω πάλι κάτι να πω και το λέω. Άκουσε τούτο: «Φάτα Μοργκάνα» το είπα…
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
Στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σον
Σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό
Που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
……………………………………………..
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
Οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
Όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
Χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
………………………………………………….
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πάς; Στο μάτι τον κυκλώνα.
Ποιόν αγαπάς; Κάποια Τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Τον παρακολουθούσα όση ώρα μου διάβαζε τους στίχους του. Ήταν ατημέλητος. Παλιοπαντέλονο δίχως τσάκιση, το αιώνιο σκούρο πουλόβερ με τον γυριστό γιακά κι ο αχώριστος σκούφος στο κεφάλι. Μια μορφή αλλόκοτη, πικρή, μοναχική, στερημένη. Το μάτι στρογγυλό σαν του ψαριού, γυμνό, ανελέητο, άλλοτε γεμάτο ακοίμητη έννοια κι άλλοτε πάλι να μπιρμπιλίζει μέσα του όλη η κεφαλλονίτικη και η κινέζικη πονηριά του. Ένας συμπαθητικά άσχημος άντρας. Ο ίδιος νιώθει σαρκαστική ευχαρίστηση, όταν σκιτσάρει με τρεις φράσεις τον μαρκονιστή του «Πυθέα» στη Βάρδια, δηλαδή τον εαυτό του:
«… Κοντός, κάτου από το κανονικό, με αραιωμένα μαλλιά. Φορούσε χακί βρακί, που κρατιόταν στη μέση του μονάχα από το πρώτο κουμπί. Τ’ άλλα λείπανε. Το ‘να του αυτί έγερνε κι ήταν μεγαλύτερο από τ’ άλλο…»
Απορροφημένη καθώς ήμουν απ’ αυτές τις σκέψεις, δεν κατάλαβα ότι είχε σταματήσει και με κοίταζε. Στα λεπτά του χείλη έπαιζε εκείνο το μοναδικό, το ακαταμάχητο αλεπουδίστικο χαμόγελο του:
— Κοίταξε με καλά… είμαι σαν σκαραβαίος.[3] Ένας άσχημος, κουτός σκαραβαίος. Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμα μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί, δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τί σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας, το σκοτάδι των Πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες[4] είμαστε όλοι… Ιξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο, νομίζοντας ότι κρατούσαμε τ’ όνειρό μας… Μάταια… μάταια… όλα ήταν μάταια…
Ό Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλλονίτες και εκεί πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Να πώς περιγράφει τον πατέρα του στη Βάρδια:
Το παιδί της Μαντζουρίας… Όταν πρωτοπήγε δεκαεφτά χρονώ, στο Τιεν Τσιν, οι Κινέζοι της περιοχής πάψανε να καπνίζουν όπιο μονομιάς, κι όμως ήταν χειρότερα μεθυσμένοι από πριν.
Τί τους πότιζε;
Ο τροφοδότης του Κουροπάτκιν… Νύχτα τον σύρανε στο αντίσκηνό του. Πάνω στο κιβώτιο που ‘χε για τραπέζι, ανάμεσα σ’ ένα μισοκομμένο ψωμί, βρισκόταν μία τεράστια κατσαρίδα, ένας τούμπανος.
«Θα σε τουφεκίσω πριν ξημερώσει».
Ο τροφοδότης πήρε το πειστήριο στο χέρι, το ζύγιασε με το μάτι, το ‘βαλε στο στόμα και το κατάπιε…
«Σταφίδα, εξοχότατε… Του νησιού μου».
Ο Κουροπάτκιν κατάπιε το γέλιο του δυσκολότερα από ό,τι ο πατέρας μου το θεριό.
«Φύγε… Κι άλλη φορά δεν τη γλιτώνεις».
Όταν έγινα δεκαοχτώ, τού ‘πα πως θα γίνω ναυτικός.
«Γίνε ό,τι στο διάολο θέλεις, μου ‘πε. Ρουφιάνος και π… μη γίνεις. – Σκέφθηκε λίγο. Έχει και παλικάρια π…, μπεσαλήδες. Ρουφιάνος όμως με μπέσα δεν βρέθηκε πουθενά».
Στη Βάρδια πάλι, δίνει την εξήγηση γιατί έγινε ναυτικός:
«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Έμενα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδερφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ‘δινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του το ‘πα. Να γίνεις μαρκονιστής μου ‘πε. Από να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα…, καταλαβαίνεις…»
Αλλά στον ασύρματο ή στη γέφυρα, ποιά η διαφορά; Καθώς ήταν φύση ανήσυχη, ανικανοποίητη, στριμωγμένη ασφυκτικά από τις συνήθειες της εποχής και το αστικό του σπίτι, αυτό που ήθελε ήταν να ξεφύγει, ν’ ανασάνει ελεύθερα. Στην αγκαλιά της θάλασσας ανακάλυψε τον παράδεισό του. Ταξίδι – λιμάνι – γυναίκα και βούλιαξε μέσα σ’ αυτόν, για να ζήσει τη χωρίς μέτρο απόλαυση, όπως ο διψασμένος πίνει από μία φαρδιά κούπα με βαθιές γουλιές, αδιαφορώντας για το νερό που τον μουσκεύει, καθώς χύνεται πάνω του.
«Τη θάλασσα -μου ‘λεγε συχνά— την αγάπησα αργότερα. Πρώτα την έζησα, τη χάρηκα, τη σιχάθηκα, τη μίσησα, τη χόρτασα κι ύστερα την αγάπησα και κατάλαβα πως να ζήσω άλλη ζωή, στεριανή ζωή, δεν γινόταν».
Αγάπησε τη θάλασσα. Και τους θαλασσινούς. Τούς πόνεσε. Δέθηκε μαζί τους. Έγιναν άνθρωποι του κι έγινε δικός τους. Στα ποιήματα του τραγούδησε τη ζωή τους. Τούς καημούς, τα όνειρα, τις χαρές και τα βάσανα τους, Οι στίχοι του ρεαλιστικοί, καθαροί στα νοήματα τους, αναδίνουν καλοσύνη, συμπόνια και πίκρα, κάτω από το επίστρωμα του ανεπαίσθητου σαρκασμού.
Μα το ταλέντο του Καββαδία διαγράφεται ανάγλυφα στη Βάρδια. Βαθύς γνώστης, καθώς είναι, κι ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, δεν μπαίνει μονάχα με τη διαίσθηση στο μυστικό των ηρώων του. (Θεέ μου, τί τραγικοί, τί γκροτέσκοι ήρωες!), αλλά με συστηματικό ψάξιμο κατανοεί την εσωτερική φλόγα που τούς καίει.
Το έργο διαπνέεται από ένα ήθος συναρπαστικό. Όλες οι χαμένες ψυχές που αποτελούν τούς ήρωες του, πόρνες, τυχοδιώκτες, λαθρέμποροι, σπιούνοι, διατηρούν μέσα τους ένα μικρό κομμάτι αρετής άθικτο. Ό Καββαδίας τούς περιγράφει ανάλγητα, μα δεν τούς αδικεί. Τονίζει ιδιαίτερα ό,τι σώζεται σε αυτούς:
«Θυμάμαι μία τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας… Μου’ βγάλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου ‘πε, κρατώντας τα λεφτά στο χέρι:
—Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησε τα κι αν ξαναγυρίσεις φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική. Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά.
—Τότε, μού ‘πε, κάνε μου τη χάρη, πάρε μία φανέλα. Αν σ’ έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα ‘πιανε τα κλάματα».
………………………………………………
«Παιδί πήγαινα σ’ ένα παλιόσπιτο στην Αθήνα. Της Σακκούλας. Στο Γκάζι. Έπεφτα με μια άσχημη Σμυρνιά, την Αράπω. Καλόβολη και ψυχικιά. Δεν άφηνε ζητιάνο χωρίς να τον ελεήσει. Με φίλευε καραμέλες και παστέλια. Πρόσεξέ με καλά. Μία νύχτα, ένας σωφέρ με πήρε περασμένα μεσάνυχτα να με κεράσει στο σπίτι του και να φουμάρουμε προυσαλίδικο. Να δεις και το κορίτσι, μου ‘πε. Πήγαμε. Μας περίμενε η Αράπω. Μόνο που δεν μας έπλυνε τα ποδάρια. Έφυγα το πρωί. Έπειτ’ από λίγες μέρες πήγα στης Σακκούλας. Μόλις μ’ είδε η Αράπω, έτρεξε τραβώντας μια γυναίκα από το χέρι.
—Να σου συστήσω την Κρητικιά, είναι καλύτερη κι από μένα. Παραξενεύτηκα. Σάστισα. Ναι, Νικολή, μού ‘πε. Εμείς φάγαμε από ένα πιάτο και δεν κάνει να ξαναπέσουμε…[5]
Δεν είναι εύκολο να ταξινομηθεί η Βάρδια στη θαλασσινή λογοτεχνία μας. Είναι είδος μοναδικό, είναι σαν λεύκωμα με φωτογραφίες. Μην αναζητήσετε πουθενά μηνύματα ελπίδας. Υπάρχει όμως φιλότιμο, στοργή, έρωτας και μία συνέπεια κυριολεκτικά απροσδόκητη. Και ό μύθος της δεν είναι μύθος. Είναι η αλήθεια. Σκληρή, αισχρή, πικρή, αλλά πάντα η αλήθεια.
— … Μάταια… μάταια… όλα ήταν μάταια…
— Τι πράγμα είναι μάταιο, Κόλλια;
Έβγαλε από το πορτοφόλι του μία φωτογραφία και μου την έδωσε. Είδα ένα μαυριδερό κοριτσόπουλο, που χαμογελούσε άσπλαχνα.
— Αυτό. Αυτό είναι μάταιο…
Έγειρε το κεφάλι στο στήθος άψυχα, κουρασμένα.
Τί να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δύο και πώς να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
……………………………………………………………………
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
Κι’ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
(«Τραβέρσο», «Πικρία»)
— Τι ακούω, φίλε μου… βαρέθηκες κιόλας τη ζωή;
— Όχι, η ζωή με βαρέθηκε… ξόφλησα. Με πείραζες πάντα πως το έμβλημα μου είναι: ταξίδι – λιμάνι – γυναίκα. Τώρα μπήκε και τέταρτος στη συντροφιά. Ο θάνατος. Για συνέταιρο τον λογαριάζω, δεν τον φοβάμαι, αλλά πώς θα ‘ρθει; Ο θάνατος από έρωτα ή από θάλασσα είναι αντρίκιος, δυνατός, έχει μυρωδιά… Θεέ μου, όπως η τσικουδιά, ο τρύγος, τα φύκια…
Μετά το θάνατο του, έτυχε πολλές φορές να διαβάσω πως η ιδέα του θανάτου καταδίωκε τον Καββαδία σ’ όλη του τη ζωή. Λάθος. Όχι ό θάνατος, αλλά ο τρόπος του θανάτου τον βασανίζει και κάθε φορά που μπορεί, εκμυστηρεύεται τη γεμάτη έννοια επιθυμία του:
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα ΄ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
(Μαραμπού, «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ»)
Αλήθεια! Ό Χάρος ήθελα να ερχότανε
Σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
Χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.
(«Μαραμπού», «Γράμμα ενός αρρώστου»)
Και στη Βάρδια:
«Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός
ανοιχτά είναι καθαρός. Κι αν σ’ αρπάξει
το ψάρι, είναι κάτι που το ξέρεις, που
ζώντας το τρως και σύ…»
— Λένε για σένα, Κόλλια, ότι πλάγιασες μ’ όλες τις ράτσες της γης…
— Αλήθεια είναι. Το κυνηγούσα. Το ‘κανα με γούστο. Μ’ άρεσε. Όπως άλλοι μαζεύουν πεταλούδες, κοχύλια, γραμματόσημα… Πλήρωνα όπως πληρώνουν οι συλλέκτες. Όσο πιο σπάνια η σειρά, τόσο πιο ακριβή. Με μία διαφορά. Αυτές που ποτέ δεν πλήρωσα, είναι αυτές που μου κόστισαν πιο ακριβά…
— Μιλάς σαν να μισείς τις γυναίκες. Κι εγώ νομίζω πως τις αγαπάς.
— Δεν υπάρχει λιμάνι, ούτε γυναίκα που να μην την αγάπησα… και νιώθω ευγνωμοσύνη για όσες ήρθαν μαζί μου. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος. Τίποτα δεν κέρδισα, δεν απόλαυσα, χωρίς να το πληρώσω. Είχα πάντα την περίεργη μανία της συναλλαγής. Πολλές ήρθαν γιατί τις κολάκευε η συντροφιά μου, άλλες για να δοκιμάσουν κάτι παραπάνω απ’ όσα έγραφα. Κάποιες επειδή πλήττανε, μερικές τυχαία, κι άλλες για τις «ζωγραφιές» μου. Τις ερέθιζε πολύ να βλέπουν αυτές τις «ζωγραφιές». Αν τις άφηνα θα κόβανε με ξυράφι η με τα δόντια τους ένα κομμάτι να το πάρουνε μαζί τους. Μα υπάρχουν και «ζωγραφιές» που καμιά δεν είδε. Όταν πεθάνω θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μη σαπίσουν, να γίνουν αμπαζούρ, να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων. ..
— Μπορεί να γίνει, ποιος το παίρνει απάνω του αυτό το χρέος;
— Θ’ αφήσω διαθήκη…
— Ώσπου να την ανοίξουν, θα ‘σαι δύο μέτρα κάτω απ’ το χώμα να μετράς τ’ άστρα με το μυαλό, όχι με το μάτι.
— Ενώ, αν πεθάνω στις Ινδίες, μέχρι να κλείσω τα μάτια θα μ’ έχουν γδάρει ζωντανό και θα μου το δείχνουν κιόλας, αν μ’ αρέσει…
— Κι αφού γνώρισες όλες τις γυναίκες του κόσμου, πες μου ποιά είναι καλύτερη;
— Να σου πω. Τον άντρα τον γνωρίζεις στα χαρτιά, τη γυναίκα στο κρεβάτι. Η Ελληνίδα είναι η πιο καλή, η πιο ευσυνείδητη. Μετά οι Κινέζες. Κινέζα ήταν η πρώτη γυναίκα που με χάιδεψε… ένα κοριτσάκι… Λε, τ’ όνομά της. Ήταν το κορίτσι που ‘χε η μάνα μου να με φροντίζει, όταν έβγαινε με τον πατέρα. Οι Κινέζες είναι στοργικές, με μια εσωτερική αρμονία που εκδηλώνεται σε κάθε τους κίνηση. Απ’ όπου κι αν προέρχονται. Μαζί τους είχα πάντα την επιθυμία να χαϊδέψω τα τυλιγμένα πόδια τους. Δεν μοιάζουν με τις Γιαπωνέζες. Αυτές είναι ψεύτικες. Πριν από τον έρωτα προσεύχονται αποτραβηγμένες, για να τις βοηθήσει ό θεός ν’ αρέσουν…
— Θέλω να μου πεις την αλήθεια, φίλε μου. Κείνη η ιστορία στο Μαραμπού, λένε πως την έζησες, πως είναι ιστορία της ζωής σου…
Ποτέ δεν το επιβεβαίωσε, ούτε το διέψευσε, όσες φορές τον ρώτησα.
— Η ιστορία της ζωής μου… τί αφελής κουβέντα, καλή μου… Η ιστορία της ζωής μου είναι… όλα. Όχι μόνο ένα κομμάτι, όλα, ακόμα και η προδοσία. Θυμάμαι τούς φίλους μου τους λεβέντες… τον καπετάν Στέλιο Μητσάκη… το παλληκάρι… Θα ταξίδευε με το «Σιτέ ντ’ Άτέν»[6], το ’39 «-“Ελα να μπαρκάρεις μαζί μου ανθυποπλοίαρχος». Τον αγαπούσα πολύ. Πηγαίνοντας για το Λιμεναρχείο ήταν μια μπυραρία… πρωί… ένα κρασί, κι άλλο, ένα τρίτο… μέθυσα, δεν πήγα. Όταν ξεμέθυσα, είχανε φύγει… Θέλω να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτόν, μα δεν μπορώ… κάτι με πνίγει, εδώ. Το ίδιο και για τον αδερφό μου. Ήταν κάτι σαν προδοσία. Αν είχα πάει, θα πνιγόμουν κι εγώ… είναι σαν να το ‘σκασα…
— Μια και μιλάμε για τις γυναίκες… γράφεις στη Βάρδια:
«Κλείσε μου τα μάτια ή να ‘ναι νύχτα σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό. Να περάσουν δίπλα μου πέντε… δέκα… εκατό γυναίκες. Θα σου πω τη νατσιόνα[7] της καθεμιάς…» Είναι κι αυτό αλήθεια;
— Θα σου πω τί μου συνέβη μια φορά. Ταξιδεύαμε με το «Απολλωνία», με την καθηγήτρια στην έδρα της Εθνολογίας στη Σορβόννη. Είχε ακούσει για μένα κι ήθελε να με γνωρίσει. Τη βεβαίωσα ότι ξεχωρίζω στα τυφλά τη ράτσα κάθε γυναίκας, μυρίζοντας την ή αγγίζοντάς την. Καθώς δεν μπορούσε να βρει λύση στο μυστήριο, με κάλεσε για ένα πείραμα στο πανεπιστήμιο. Πήγα. Ήταν μαζεμένοι εκεί κάμποσοι προφεσόροι ειρωνικοί και καχύποπτοι. Με ψάξανε, μου δέσανε τα μάτια και με μπάσανε σε μία κάμαρα θεοσκότεινη, πίσσα. Πέντε γυναίκες θα περνούσανε μπροστά μου, ολόγυμνες. Ένα δικαίωμα είχα. Εγώ το ζήτησα, γιατί δεν τούς είχα εμπιστοσύνη. Ν’ ακουμπάω λίγα δευτερόλεπτα την παλάμη μου στο στέρνο τους. Όχι να ψηλαφώ. Μόνο ν’ ακουμπώ το χέρι κατάσαρκα. Το δέχτηκαν κι αρχίσαμε.
—Βρήκα την πρώτη… Γαλλίδα του Νότου. Βρήκα τη δεύτερη, Γιαπωνέζα από την Άκίτα. Η τρίτη ήταν Βόρεια, από το λιμάνι της ρέγγας, τη Χαμίνα. Άκουγα ψιθυρίσματά τους. Πήγαιναν να τρελλαθούν. Βρήκα την τέταρτη. Από το Ούάντι Χάλφα. Κρατούσανε την ανάσα τους. Ήρθε η πέμπτη. Τίποτα. Μαγκώθηκα. Ζαλίστηκα. Για τον εαυτό μου, δηλαδή, τούς άλλους τούς είχα χ… Προσπάθησα πάλι. Πνιγόμουνα στον ιδρώτα. Τίποτα. Κάτι ξένο. Άψυχο. Είπα να τα παρατήσω. Την τελευταία στιγμή το ένιωσα, το κατάλαβα. Η πέμπτη γυναίκα ήτανε, πως να στο πω… δεν είχε φύλο… ήταν αρσενικό. Ήταν π…
— Τα καινούργια σου ποιήματα…
— Δεν είναι μόνο καινούργια. Ανάμεσα τους θα βρεις στίχους πολύ παλιούς.
— Κι όμως, έχουν μια ομοιογένεια, ένα ύφος, που τα δένει αρμονικά, σαν να τα ‘γραψες όλα την ίδια εποχή. Απ’ τα ποιήματα αυτά ξεχειλίζει η ερωτική οργή, το χωρίς έλεος πάθος. Και μέσα σε όλα, πάνω απ’ όλα, το βλέπει κανείς καθαρά ότι κυριαρχεί η γυναίκα. Μια ξεχωριστή γυναίκα…
— Μην παρασύρεσαι απ’ το ρομαντισμό μου. Δεν υπάρχουν ξεχωριστές γυναίκες. Υπάρχουν ξεχωριστές στιγμές. Μία σειρά από τέτοιες στιγμές, μας κάνουν να βλέπουμε τη γυναίκα που μας τις χάρισε, μοναδική και κυρίαρχη, χωρίς να είναι. Γι’ αυτό συμβαίνουν τόσο σκληρές απογοητεύσεις στον έρωτα. Πλάθουμε την ερωτική σύντροφο όπως εμείς θέλουμε και μετά την κατηγορούμε ότι μας εξαπάτησε. Της φορτώνουμε την πιο βαριά τιμωρία. Την ενοχή… Όχι, λοιπόν, ξεχωριστές γυναίκες, ξεχωριστές στιγμές… που τις ζεις σε σαλόνια, σε πορνεία, στο δρόμο.
Σκοτεινιάζει στο Κολωνάκι. Γεμίζει το δωμάτιο σκιές. Δεν θέλει να ανάψουμε το φως. Το μυαλό του χαμηλώνει σαν την ομίχλη, να τυλίξει τους ίσκιους… Οι στίχοι του μοιάζουν με τη σπαραχτική επίκληση κάποιου, που δεν ξέρει να μιλά, σε κάποιον που δεν μπορεί να ακούσει:
Χόρεψε πάνω στο φτερό τον καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
……………………………………………………..
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
Ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
(«Τραβέρσο», «Γυναίκα»)
Σηκώθηκα. Ένιωθα ότι ήθελε να μείνει μόνος.
— Καληνύχτα, φίλε μου.
— Στο καλό.
— Θα γίνει ένα ωραίο άρθρο, θα δεις.
— Αν είναι αληθινό, τότε θα ‘ναι κι όμορφο.
Καθώς κατηφόριζα τη Δεξαμενή, δουλεύοντας στο μυαλό μου τα λόγια του, με πρόφτασε με τα μικρά, ζυγιστά περίεργα βήματα του και μ’ ένα βλέμμα που ‘χε «σ’ άλλους παραλλήλους κιόλας μπει», μου είπε:
— Κακουργοπούλα… δεν σε φίλησα, δεν σ’ αποχαιρέτησα…
Σάστισα.
— Κι αύριο, Κόλλια μου, μαζί θα’ μαστε… τί σου ‘ρθε τώρα…
Απάντηση δεν έλαβα. Για κάποιον που τον ήξερε, ήταν κιόλας πολύ μεθυσμένος. Με φίλησε, μία, δύο, πολλές φορές, κι υστέρα έκανε ένα σημάδι σαν σταυρό, σαν να μου ‘δινε την ευχή του. Καθίσαμε για λίγο στο καφενεδάκι και τον άκουσα -ήταν η τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή του- να τονίζει αργά αργά μία στροφή του «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»:
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
Και προσκυνώ για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο
Πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ;
Σε ποιόν να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;
«Τραβέρσο»
Τον άφησα μ’ ένα ακαθόριστο κακό προαίσθημα. Ήταν Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου. Δευτέρα τηλεφώνησα στο σπίτι του:
— Με συγχωρείτε -είπα- που σας ενοχλώ τόσο πρωί, αλλά ο Κόλλιας φεύγει νωρίς για το καράβι και θέλω να τον προλάβω…
— «Όχι», απάντησε μετά από κάποιο δισταγμό μια άγνωστη κρύα φωνή, όχι, δεν τον προλάβατε, έφυγε για πάντα…
Αυτά ήταν όσα το χαρτί βοήθησε τη μνήμη να θυμηθεί, μετά από τρία χρόνια.
Κι αυτός που τόσο επόθησε μια μέρα να ταφεί
Σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
Είχε ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
Και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
(«Μαραμπού», «Mal du depart»)
[1] Τροχαλία, καρούλι. «Στά κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει» («Αντινομία», Τραβέρσο).
[2] Απόσπασμα άπό τή Βάρδια.
[3] “Εντομο της τάξης των κολεόπτερων πού συμβόλιζε στήν αρχαία Αίγυπτο τήν ανάσταση, καθώς και τή μέλλουσα αιώνια ζωή των ένδοξων νεκρών.
[4] Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων, ήταν βασιλιάς της Θεσσαλίας και ο πρώτος άνθρωπος στην ελληνική μυθολογία πού σκότωσε συγγενή του. Ήταν συνώνυμο της αχαριστίας.
[5]Απόσπασμα άπό τή Βάρδια.
[6] « Citta di Atene »: Εμπορικό καράβι τής εποχής.
[7] Τήν εθνικότητα.
Οι παραπομπές και οι υποσημειώσεις αντιγράφτηκαν από το βιβλίο του Μ.Γελασάκη.
Ανανέωση 11/01/2022
Παραθέτω φωτογραφία από τον οικογενειακό τάφο Τασιάκου, όπου φαίνεται το όνομα Φλέρυ Β.Κούβελα-Τασιάκου και δίπλα το όνομα της μάνας της, Πολυξένη, και διαλύει κάθε αμφιβολία για την ταυτότητα της γυναίκας που πήρε την τελευταία συνέντευξη του Νίκου Καββαδία.