Τα πήραμε τα Γιάννενα…

Με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων (21/2/1913), έφερα στη μνήμη μου ένα κείμενο που είχα γράψει πριν από χρόνια. Πρόκειται για την μαρτυρία ενός πολεμιστή των Βαλκανικών πολέμων, του δεκανέα Νίκου Κωστάκη. Είναι από το 1964, όταν έφηβος και άπειρος, ως αυτόκλητος βοηθός του δάσκαλου Κώστα Στεφανή, συλλέκτη ιστορικού και λαογραφικού υλικού του χωριού μου, κράτησα μερικές σημειώσεις από αφηγήσεις πολεμιστών των Βαλκανικών και των άλλων πολέμων της πρώτης εικοσαετίας του περασμένου αιώνα.

Ο Νικόλαος Κωστάκης γεννήθηκε στην Δρακότρυπα Καρδίτσας το 1881. Στις 31/1/1912 αναχώρησε από τον Πειραιά με το πλοίο «Αθήναι» για την Αμερική, προσκαλεσμένος από τον αδερφό του Παναγιώτη, αλλά δεν έγινε δεκτός από τις αμερικανικές μεταναστευτικές αρχές και επέστρεψε στην Ελλάδα. Στις 17 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, που κηρύχθηκε η επιστράτευση για τους Βαλκανικούς Πολέμους, παρουσιάσθηκε στα Τρίκαλα και κατατάχθηκε στο Έμπεδο Τάγμα Ευζώνων, που ως 9ο προσκολλήθηκε στην 6η Μεραρχία
Λίγες μέρες μετά την κατάταξη του ο Νικ. Κωστάκης πήρε μέρας στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης πήγε στην Κορυτσά. Πριν τα Χριστούγεννα του ιδίου χρόνου επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και αμέσως μετά η μονάδα του μετακινήθηκε στα Γιάννενα, όπου, υπηρετώντας υπό τις διαταγές του ταγματάρχη Βελισσαρίου, πήρε μέρος στην πολιορκία και την απελευθέρωση της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Αμέσως μετά ξαναπήγε στην Μακεδονία και πολέμησε τους Βούλγαρους στις μάχες του Κιλκίς, Λαχανά και Μπέλλες. Στην τελευταία μάχη πληγώθηκε βαρειά στον ώμο και πήρε απολυτήριο. Τιμήθηκε με 17 Μετάλλια από ισάριθμες μάχες στις οποίες έλαβε μέρος και διακρίθηκε. Πέθανε σε βαθειά γεράματα το 1973 και όλοι στο χωριό τον θυμούνται ως τον αγαπητό “δεκανέα”.
Οι αναμνήσεις του Νικ.Κωστάκη από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21/2/1913 μεταδόθηκαν από τον ραδιοφωνικό σταθμό Ιωαννίνων της ΕΡΤ στην επετειακή γιορτή της 21 2.1985 και αργότερα αναδημοσιεύτηκαν σε Γιαννιώτικες κυρίως εφημερίδες. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο αγαπητός μου φίλος Γιάννης Γλυνός ανέβασε στο vimeo και στο drakotrya.gr ένα σχετικό βίντεο, με βάση αυτή τη ραδιοφωνική εκπομπή, που μπορεί κανείς να το δει εδώ: https://vimeo.com/3311447
“…Ενώ ήμασταν στην Κοζάνη, μάθαμε ότι το Μοναστήρι το κατέλαβαν οι Σέρβοι και ότι οι Βούλγαροι κινούνταν προς την Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό μας διέταξαν να πάμε στην Θεσσαλονίκη, όπου θα περνούσαμε τα Χριστούγεννα. Τις μέρες όμως των Χριστουγέννων μας έστειλαν στην Ήπειρο για να ενισχύσουμε το στρατό που ήταν εκεί και να καταλάβουμε τα Γιάννενα.
Λίγες μόνο μέρες μετά που φτάσαμε εκεί, διαταχθήκαμε να επιτεθούμε. Στις 7 του Γενάρη εξορμήσαμε στην Αετοράχη και προχωρήσαμε στην εχθρική γραμμή. Σε μια ρεματιά βλέπουμε κρυμμένη μια ομάδα Τούρκους στρατιώτες. Μόλις μας είδαν τρόμαξαν.
— Γκελ μπουρντά, γιοκ ζαράλ. τους είπα. (Ελάτε εδώ, δεν σας χτυπώ).
— Τισλίμ ομπάς (παραδινόμαστε δεκανέα) απάντησαν και σήκωσαν τα χέρια. Τους πήρα με την διμοιρία μου και τους παρέδωσα στη Μεραρχία. Ήταν εικοσιτέσσερις οπλίτες και ένας αξιωματικός.
Η επίθεση κράτησε αρκετές ημέρες, γιατί οι Τούρκοι ήταν καλά οχυρωμένοι στο Μπιζάνι και σε άλλα υψώματα γύρω από τα Γιάννενα, κι έτσι δεν πετύχαμε τίποτα το σπουδαίο. Κι ήταν κι ένας χειμώνας, ο Θεός να σε φυλάει ! Ήμασταν και εμείς κουρασμένοι από τις μάχες και την πεζοπορία, ήμασταν και νηστικοί, και από ρούχα, μια αλλαξιά, ένα ζευγάρι κάλτσες, μισή κουβέρτα και μισό. Αυτά ήταν όλα! Με κρύα, με βροχές με χιόνια, με πείνα, πέρασε σχεδόν ένας μήνας κι όλο λέγαμε πότε θα γίνει η μεγάλη επίθεση.
Στις 17 απ’το Φλεβάρη βγάλαμε τα πυροβόλα στις ράχες και από τις 19 άρχισε το σφυροκόπημα. Η δική μου μονάδα διατάχθηκε να πάει αριστερά στον Άγιο Νικόλαο. Στις 20 τα ξημερώματα σπάσαμε την πρώτη γραμμή των Τούρκων και το τάγμα μου αιχμαλώτισε 1800 στρατιώτες και αξιωματικούς. Στις 9 το βράδυ ήρθε στην προφυλακή του τάγματος μία άμαξα με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων, τον Τούρκο αρχιστράτηγο Εσάτ πασά και δυο αξιωματικούς. Τους σταμάτησε ο σκοπός και αυτοί ζήτησαν έναν αξιωματικό. Πήγε ο υπολοχαγός του 2ου λόχου Τοπάλτος, αλλά εκείνοι ζήτησαν κάποιον ανώτερο. Τους πήγαν στον ταγματάρχη Βελισσαρίου, αλλά φαίνεται πως κι αυτός δεν τους έκανε.
— Εγώ διετάχθην, τους αποπήρε ο Βελισσαρίου. Ήμουν εκεί κοντά και τον άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά.
Είπαν τι είπαν μεταξύ τους, “πάμε στο στρατηγείο” είπε ο Βελισσαρίου και ανέβηκε και αυτός στην άμαξα, παίρνοντας μαζί του και έναν στρατιώτη ονόματι Θεόδωρο Βλάχο. Στον δρόμο ρώτησε το Βελισσαρίου ο Τούρκος στρατηγός:
— Πόσο στρατό έχετε ταγματάρχη και μας νικήσατε:
— Τρία συντάγματα προπορεύονται, δυο δεξιά και δύο αριστερά πλαγιοφυλακές και ακολουθεί το κύριο σώμα. Βγάλε συμπέρασμα, καυχήθηκε ο Βελισσαρίου.

Όταν έφτασαν στο στρατηγείο στο χάνι του Εμίν Αγά, η ώρα ήταν μία τα μεσάνυχτα. Τους σταμάτησε ο σκοπός και τους ζήτησε συνθηματικά.
— Είμαι ο ταγματάρχης Βελισσαρίου και θέλω να δω τον διάδοχο, είπε χωρίς να σηκώνει κουβέντα ο ταγματάρχης.
Μόλις τον είδε ο Κωνσταντίνος ταράχθηκε
— Τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα κύριε ταγματάρχα; μήπως έχασες το τάγμα σου:
— Έρχομαι να σου παραδώσω τα Ιωάννινα δια πρωτοκόλλου, υψηλότατε, αποκρίθηκε ο Βελισσαρίου και παρουσίασε τον μητροπολίτη και την τουρκική αντιπροσωπεία. Αμέσως διατάχθηκε να παύσει το πυρ και όλος ο στρατός πανηγύρισε.

Το πρωί της 21 Φεβρουαρίου άρχισε η παράδοση. Τριάντα έξι χιλιάδες τούρκικος στρατός παραδόθηκε εκείνη την ήμερα. Ο Εσάτ πασάς παρέδωσε το ξίφος του δείχνοντας την υποταγή του στον Κωνσταντίνο, αλλά ο διάδοχος αρνήθηκε να πάρει το όπλο του παλιού του συμμαθητή.
— Κράτησέ το, Εσάτ πασά, σου αξίζει, του είπε.
Το μεσημέρι παρελάσαμε μέσα στα Γιάννενα. Πάνω μας πέταξαν αεροπλάνα κι ήταν η πρώτη φορά που είδα αεροπλάνο. Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο Στα μπαλκόνια ήταν κρεμασμένες ελληνικές σημαίες. Οι Γιαννιώτες, έκλαιγαν από τη χαρά τους και μας αγκάλιαζαν. Έτσι τα πήραμε τα Γιάννενα…”
Η αφήγηση αυτή ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα και συμφωνεί απόλυτα με τα ιστορικά στοιχεία. Στην Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, έκδοση 1929, σελ.606, διαβάζουμε:
«…Αι προφυλακαί του τάγματος Βελισσαρίου ευρισκόμεναι εγγύς των Ιωαννίνων, βλέπουσι περί την 22αν ώραν άμαξαν με πολλά φώτα ερχομένην προς αυτάς δια της αμαξιτής οδού εκ της πόλεως. Κατά τη γενομένην αναγνώρισιν επιστοποιήθη, ότι επρόκειτο περί (της ως άνω) αντιπροσωπείας του Τούρκου αρχιστρατήγου Εσάτ πασά, αποτελουμένης εκ δύο τούρκων αξιωματικών και του πρωτοσυγκέλου της Μητροπόλεως Ιωαννίνων, οίτινες έφερον επιστολήν παραδόσεως των Ιωαννίνων. Τούτους παραλαμβάνει ο ταγματάρχης Βελισσαρίου και δια της ιδίας αμάξης τους οδηγεί εις το Γενικόν Στρατηγείον δια της οδού Ιωαννίνων-Πρεβέζης. Την 24ην ώραν διέρχεται δια των προφυλακών της ΙΙ Μεραρχίας και μετ’ολίγον ευρίσκεται εις το Γενικόν Στρατηγείον.
…Η παράδοσις του τουρκικού στρατού εγένετο άνευ όρων. Οι παραδοθέντες ανήλθον εις 33 χιλιάδας εξ ων 1000 περίπου αξιωματικοί και 108 πυροβόλα».
Γιώργος Γούσιας